Κυριακή 10 Ιουλίου 2022

Greece in Cold War

 

Γιώργος Ρωμαίος, «Ιστορίες του Ψυχρού Πολέμου», Το Βήμα, 25/11/2008.


Αν γυρίσουμε τις σελίδες της ιστορίας 50 χρόνια πίσω θα δούμε τον Νικήτα Χρουστσόφ να απειλεί την Ελλάδα ότι αν δεχθεί αμερικανικές βάσεις πυραύλων, η Σοβιετική Ενωση θα εγκαταστήσει παρόμοιες βάσεις στην Αλβανία. Από κοντά και ο πανίσχυρος τότε αντιπρόεδρος Αναστάς Μικογιάν: «Οι χώρες που παραχωρούν τέτοιες βάσεις προσχωρούν στη ζούγκλα του ατομικού πολέμου»


Στις αρχές του 1959 εμφανίζονται κάποια ευοίωνα σημεία ύφεσης στον Ψυχρό Πόλεμο ανάμεσα στη Σοβιετική Ενωση και τον λεγόμενο τότε Δυτικό Κόσμο υπό την ηγεσία και καθοδήγηση των Ηνωμένων Πολιτειών. Η ανταλλαγή «φιλικών επισκέψεων» και «φιλικών δηλώσεων» διανθίζεται και με τις συνήθεις απειλές…


Τότε το ΝΑΤΟ είχε υιοθετήσει την πολιτική των ΗΠΑ για την εγκατάσταση πυραύλων στην Ευρώπη. Στις υποψήφιες χώρες και η Ελλάδα. Η Μόσχα θεωρούσε την απόφαση αυτή εχθρική, όπως σήμερα για το αντιπυραυλικό σύστημα στην Ουγγαρία και στην Τσεχοσλοβακία, και προσπαθούσε με κάθε τρόπο να ματαιώσει την εγκατάστασή τους. Στην πρώτη φάση επιχειρούσε με φιλικά ανοίγματα προς τις υποψήφιες χώρες να τις πείσει για τους κινδύνους μιας τέτοιας απόφασης. Οπου δεν έβρισκε ανταπόκριση στις κυβερνήσεις στρεφόταν σε προβεβλημένους ηγέτες της αντιπολίτευσης. Στην Ελλάδα τότε πρωθυπουργός ήταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και το ΚΚΕ εκτός νόμου. Πίστευε ότι οιασδήποτε μορφής άνοιγμα προς τη Σοβιετική Ενωση θα ενίσχυε τον εγχώριο κομμουνισμό. Πίστευε στο δόγμα του Ψυχρού Πολέμου.


Ο Μαρκεζίνης πάει στη Μόσχα


Ο Σπύρος Μαρκεζίνης, αρχηγός τότε του Κόμματος των Προοδευτικών, δέχθηκε πρόθυμα την πρόσκληση των Σοβιετικών, και αργότερα ο Σοφοκλής Βενιζέλος, αρχηγός των Φιλελευθέρων. Αφού ο Μαρκεζίνης ενημέρωσε σχετικά και τον αμερικανό πρέσβη, αναχώρησε στις 24 Απριλίου 1959 για τη Μόσχα. Στο αεροδρόμιο θα τον υποδεχθεί ο ίδιος ο Μικογιάν με πλήθος κυβερνητικών αξιωματούχων. Ο πρεσβευτής της Ελλάδος θα είναι παρών, αλλά την επομένη θα αναχωρήσει για «αποστολή» στον Καύκασο! Ηταν σαφές ότι η κυβέρνηση Καραμανλή δεν υιοθετούσε την πρωτοβουλία Μαρκεζίνη. Ο Μαρκεζίνης θα έχει μακρές συνομιλίες με τον Χρουστσόφ και τον Μικογιάν με κύρια θέματα την πρόταση για απύραυλη Βαλκανική και για τις οικονομικές σχέσεις με την Ελλάδα, που είχαν αρχίσει να αναπτύσσονται επί κυβερνήσεως Παπάγου και με πρωτοβουλία του ίδιου του Μαρκεζίνη, υπουργού Συντονισμού.


«Το ταξίδι εκείνο στη Σοβιετική Ενωση», γράφει ο Μαρκεζίνης στη «Σύγχρονη Πολιτική Ιστορία της Ελλάδος», «υπό το κλίμα της εποχής, προκάλεσε, όπως ήταν επόμενο, έντονες αντιδράσεις στην Αθήνα. Η Κυβέρνηση αντιμετώπισε με εμφανή δυσαρέσκεια την πρωτοβουλία μου. Από την Αντιπολίτευση ο Γ. Παπανδρέου θα χαρακτηρίσει περίπου προδοσία την έντονη δραστηριότητά μου, αλλά ενώπιον της οξείας αντιδράσεώς μου θα σπεύσει να ανακαλέσει όσα είχε δηλώσει. Αντιθέτως, ο Σοφ. Βενιζέλος θα επικροτήσει το ταξίδι και έξι μήνες αργότερα θα επισκεφθεί και ο ίδιος τη Σοβιετική Ενωση και θα συναντήσει στην Κριμαία, όπου ανεπαύετο, τον Χρουστσώφ. Αντιδράσεις θα προκαλέσει και στις ΗΠΑ και ο αμερικανός πρέσβης στην Αθήνα θα αναγκασθεί να βεβαιώσει την αρμοδία Επιτροπή της Γερουσίας ότι είχε ενημερωθεί εκ των προτέρων και είχε συμφωνήσει για τη σκοπιμότητα του ταξιδιού».


Οι πύραυλοι και η ουδετερότητα


Με την επιστροφή του στην Αθήνα ο Μαρκεζίνης δήλωσε: «Την ένταξή μας στο ΝΑΤΟ (οι ηγέτες του Κρεμλίνου) τη θεωρούν στοιχείο που διαταράσσει τις σχέσεις, αλλά τη δέχονται ως δεδομένο. Την εγκατάσταση βάσεων πυραύλων όμως τη θεωρούν πράξη στρεφομένη κατά της χώρας τους… Κατά τους Ρώσους συνομιλητάς μου η ορθοτέρα πολιτική διά τας χώρας της Ευρώπης θα ήτο η ουδετερότης ή τουλάχιστον η αποστρατιωτικοποίησις σειράς κρατών αυτής». «Εθεσα εκ νέου» συνέχισε ο Μαρκεζίνης «ως δεδομένον την παραμονήν της χώρας εις το ΝΑΤΟ και διεχώρισα απλώς το ενδεχόμενο της μη παραχωρήσεως βάσεως πυραύλων. Και ηρώτησα εάν εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν θα ηδύνατο να παρασχεθούν εις την Ελλάδα οι εγγυήσεις, τας οποίας συνδέει η Σοβιετική Ενωσις με την ουδετερότητα. Ακόμη, αν θα ήτο δυνατόν να εξασφαλισθή κατά αμοιβαιότητα η μη εγκατάστασις αναλόγων βάσεων εις Αλβανίαν, Βουλγαρίαν και Ρουμανίαν. Τέλος, εάν εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν θα ηδύνατο να εξασφαλισθή και ο έλεγχος επί της εφαρμογής των ενδεχομένων συμφωνιών. Δύναμαι να βεβαιώσω ότι και ο κ. Χρουστσώφ και ο κ. Μικογιάν, επιδεικνύοντες κατανόησιν της πραγματικότητος κατέληξαν να συμφωνήσουν εις μίαν τοιαύτην αντιμετώπισιν».


Η απάντηση του Καραμανλή


Η απάντηση Καραμανλή: «Ο κ. Μαρκεζίνης εν τη γνωστή πολυπραγμοσύνη του, διέπραξε και πάλιν το σφάλμα να γίνη φορεύς της σοβιετικής προπαγάνδας εν Ελλάδι». Και η ανταπάντηση Μαρκεζίνη: «… όλοι μου οι αγώνες υπήρξαν συνδεδεμένοι με το εθνικόν και μόνον συμφέρον και την υπερήφανον αξιοπρέπειαν έναντι των ξένων. Ας υποστηρίξουν λοιπόν το ίδιον και άλλοι διά τους εαυτούς των εάν ημπορούν».


«Η Κυβέρνηση παρ’ όλο που δεν έχει καταλήξει στην απόφαση να δεχθεί να εγκατασταθούν αμερικανικές βάσεις πυραύλων στην Ελλάδα, ενδιαφέρεται ιδιαίτερα να αποκαταστήσει στενές σχέσεις με όλους τους συμμάχους, να κλείσει τα ρήγματα με τις συμμαχίες που έχουν δημιουργηθεί κυρίως με το Κυπριακό και να προλάβει οποιαδήποτε χαλάρωση της «αντικομμουνιστικής επαγρυπνήσεως» και τυχόν ενίσχυση της Αριστεράς που μπορούσε να φέρει η διεθνής ύφεση» (Σπ. Λιναρδάτος: Από τον Εμφύλιο στη Χούντα).


Το θέμα με την πιθανή εγκατάσταση αμερικανικών πυραύλων και το Κυπριακό θα αποτελέσουν τα πεδία αντιπαράθεσης μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης και το 1960. Οι σχέσεις με τη Σοβιετική Ενωση θα περάσουν και φάσεις έντονης αντιπαράθεσης και οι ΗΠΑ θα σπεύσουν να στηρίξουν τον Καραμανλή με επίσκεψη του ίδιου του προέδρου Αϊζενχάουερ και στη συνέχεια με τον νέο υπουργό Εξωτερικών Χέρτερ, που είχε αντικαταστήσει τον «ψυχροπολεμικό» Τζον Φόστερ Ντάλες. (Κάτι ανάλογο της επίσκεψης της Κοντολίζα Ράις στην Τιφλίδα.)


Οι απειλές από την Αλβανία


Για να γίνει πιο ηχηρή η πίεση προς την Ελλάδα ώστε να μη δεχθεί τους αμερικανικούς πυραύλους ο Χρουστσόφ επισκέπτεται, στις 25 Μαΐου 1959, την Αλβανία, συνοδευόμενος από τον υπουργό Αμυνας Μαλινόφσκι. Στους δημόσιους λόγους του δεν κρύβει τον σκοπό της επίσκεψης στα σύνορα της Ελλάδος.


Από την Κορυτσά, στα ελληνοαλβανικά σύνορα, ο Χρουστσόφ προειδοποιεί την ελληνική κυβέρνηση για τους κινδύνους που θα δημιουργούσε για τον ελληνικό λαό η εγκατάσταση βάσεων πυραύλων στο ελληνικό έδαφος και απειλεί να εγκαταστήσει παρόμοιες βάσεις στην Αλβανία. Ανάλογο είναι και το περιεχόμενο του σοβιετοαλβανικού ανακοινωθέντος.


Στις 6 Δεκεμβρίου 1972, 13 χρόνια μετά, «Το Βήμα» δημοσιεύει αποκαλυπτικές εκμυστηρεύσεις του Εμβέρ Χότζα, προέδρου της Αλβανίας. Σύμφωνα με αυτές, οι σοβιετικοί ηγέτες μελέτησαν τότε το ενδεχόμενο να εγκαταστήσουν βάσεις πυραύλων στην Αυλώνα για να ελέγχουν ολόκληρη τη Μεσόγειο. Ακόμη σχεδίαζαν την εγκατάσταση βάσης υποβρυχίων στη λίμνη του Βουθρωτού (απέναντι από την Κέρκυρα), που θα συνδέονταν με τη θάλασσα με διώρυγα. Χάρη στη βάση αυτή ο Μαλινόφσκι είπε στον Χρουστσόφ – πάντοτε κατά τον Χότζα – «η Ελλάς θα μπορούσε να είναι ιδική μας». Ο αλβανός ηγέτης υποστήριξε ότι οι επιδιώξεις των Σοβιετικών δεν ευοδόθησαν «διότι το κόμμα μας και η κυβέρνησή μας αντετέθησαν εις τα σχέδια της Μόσχας». Να σημειωθεί ότι την εποχή εκείνη η Αλβανία είχε αναπτύξει στενές πολιτικές και οικονομικές σχέσεις και με την Κίνα. Είναι ενδεικτικό ότι λίγες ημέρες μετά την αναχώρηση της σοβιετικής αντιπροσωπείας από τα Τίρανα φθάνει κινεζική αντιπροσωπεία υπό τον υπουργό Αμυνας.


Στον Χρουστσόφ θα απαντήσει ο Καραμανλής τονίζοντας ότι η Ελλάδα επιθυμεί να αναπτύξει καλές σχέσεις με την ΕΣΣΔ, παρά τα γεγονότα του 1946-49 (Εμφύλιος), αλλά οι λόγοι του σοβιετικού ηγέτη στην Αλβανία «ουδόλως ενθαρρύνουν τας προθέσεις μας». Και προσθέτει: «Υπό οιασδήποτε συνθήκας, όπως συνέβη και εις το παρελθόν, η νόμιμος και υπεύθυνος πολιτική ηγεσία της Ελλάδος θα πράξη εις κάθε περίπτωσιν εκείνο το οποίον επιβάλλει η αξιοπρέπεια και τα συμφέροντα της μικράς, αλλ’ ανεξαρτήτου και κυριάρχου χώρας μας».


Από κοντά και ο Ευάγγελος Αβέρωφ, υπουργός Εξωτερικών, θα δηλώσει ότι η Ελλάδα δεν έχει αποφασίσει για την εγκατάσταση πυραύλων, αλλά «εις την απόφασιν δεν θα δεχθή ουδεμίαν πίεσιν ή συμβουλάς, ακόμη και από τους στενούς φίλους, ούτε απειλάς από άλλους».


Ο πόλεμος γραμματοσήμων


Το κλίμα στις ελληνοσοβιετικές σχέσεις είναι βαρύ. Χαρακτηριστική και η απόφαση της κυβέρνησης Καραμανλή, ακατανόητη και για εκείνη την εποχή, να ματαιώσει της παραστάσεις του «Μπολσόι» στην Αθήνα! Ουσιαστικά διέκοψε τις πολιτιστικές σχέσεις που άρχισαν μετά τις εκλογές του 1958. Υπέκρυπτε και εσωτερικούς λόγους αυτή η απόφαση. Ο Καραμανλής πίστευε ότι η παρουσία σοβιετικών καλλιτεχνικών συγκροτημάτων συντελούσε στην αύξηση της επιρροής της Αριστεράς, που ήταν τότε αξιωματική αντιπολίτευση.


Λίγες ημέρες μετά την επιστροφή του από την Αλβανία ο Χρουστσόφ θα επαναλάβει τις προειδοποιήσεις και απειλές κατά της Ελλάδος σε ομιλία του στο στάδιο του Λένινγκραντ. Θα υποστηρίξει το ρουμανικό σχέδιο (Στόικα) για σύγκληση διάσκεψης των πρωθυπουργών των Βαλκανικών κρατών με μόνο θέμα τον αφοπλισμό. Η ελληνική κυβέρνηση απορρίπτει την πρόταση και επαναλαμβάνει τη δήλωση ότι δεν έχει αποφασίσει για την εγκατάσταση πυραύλων… Αλλά υπογράφει με τις ΗΠΑ συμφωνία για την εκπαίδευση των ενόπλων δυνάμεων στη χρήση τακτικών πυρηνικών όπλων!


Οι αντιπαραθέσεις μεταξύ Σοβιετικής Ενωσης και της κυβέρνησης Καραμανλή θα συνεχισθούν, ενώ Βενιζέλος και Μαρκεζίνης θα υποστηρίζουν σταθερά την αποδοχή του σχεδίου Στόικα για την απύραυλο Βαλκανική. Ο Γεώργιος Παπανδρέου συνέπλεε με τον Καραμανλή, υιοθετώντας τη θεωρία ότι αυτές οι πρωτοβουλίες ενισχύουν την Αριστερά.


Τον Νοέμβριο 1959 θα ξεσπάσει ο «ο πόλεμος των γραμματοσήμων»! Η Μόσχα θα εκδώσει γραμματόσημο με τον Μ. Γλέζο, που είχε καταδικασθεί τον Ιούλιο από το Στρατοδικείο. Η Αθήνα διαμαρτύρεται και εκδίδει γραμματόσημα με την εικόνα του Νάγκι, θύμα της σοβιετικής επέμβασης στην Ουγγαρία το 1956, και με το σύνθημα «ελευθερία στους λαούς». Τώρα διαμαρτύρεται η Μόσχα. Τελικά αποσύρονται και τα δύο γραμματόσημα!


* Τέσσερα άρθρα στο «Βήμα» Σ. Βενιζέλος: «Διατί επήγα εις την Σοβιετική Ρωσία»


Ο Σοφοκλής Βενιζέλος θα επισκεφθεί τη Σοβιετική Ενωση στις αρχές Ιουνίου 1960. Το κλίμα στις ελληνοσοβιετικές σχέσεις δεν ήταν πολύ καλό εξαιτίας και των σοβιετικών απειλών κατά της εγκατάστασης αμερικανικών βάσεων πυραύλων στην Ελλάδα. Αλλά και το διεθνές κλίμα είχε επιβαρυνθεί από τη ματαίωση της Διάσκεψης Κορυφής των Παρισίων εξαιτίας της κατάρριψης από τους Ρώσους αμερικανικού κατασκοπευτικού αεροπλάνου.


Η επίσκεψη του Βενιζέλου και οι συνομιλίες του με τη σοβιετική ηγεσία (Χρουστσόφ, Κοσίγκιν και Κοσλόφ) θα προκαλέσει έντονη πολεμική από την κυβέρνηση της ΕΡΕ και τον Τύπο της Δεξιάς. Με τέσσερα άρθρα του στο «Βήμα» (26-30 Ιουνίου 1960) θα εξηγήσει τους λόγους και τους σκοπούς και θα μεταφέρει το περιεχόμενο των συνομιλιών του για το θέμα των πυραύλων, τα προβλήματα της χώρας με τη Βουλγαρία και την Αλβανία εξαιτίας και της συμπεριφοράς των Αλβανών έναντι της ελληνικής μειονότητας.


«Επήγα» γράφει ο Βενιζέλος «διότι πίστευα ότι αυτό μου ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ ΤΟ ΕΘΝΙΚΟΝ ΚΑΘΗΚΟΝ ως Ελληνος και ως ηγέτου του δευτέρου εθνικόφρονος κόμματος της χώρας μας. Εκρινα ότι μεταξύ της Ελλάδος και της Σοβιετικής Ενώσεως έπρεπε να ριφθή έστω και ανεπισήμως μια γέφυρα κατανοήσεως και αμοιβαίας γνωριμίας. Οτι έπρεπε να δημιουργηθή μεταξύ των δύο Λαών κλίμα συμπαθείας και εμπιστοσύνης και ότι έπρεπε να διερευνηθούν επί τόπου οι δυνατότητες βελτιώσεως των πολιτικών και οικονομικών σχέσεων».


Αφού εκφράζει τη βεβαιότητα ότι «η σημερινή ηγεσία της Σοβιετικής Ενώσεως επιθυμεί ειλικρινώς την ειρήνην» τονίζει: «Επειδή και εγώ πιστεύω βαθύτατα όχι μόνον εις την αναγκαιότητα αλλά και εις την δυνατότητα της υφέσεως και της συνυπάρξεως των δύο Κόσμων, απεφάσισα το ταξίδιον διά να βοηθήσω εν τω μέτρω των ασθενών δυνάμεων της ποθητής εντεύθεν και εκείθεν διεθνούς υφέσεως».


Στο πνεύμα των απόψεων που είχε διατυπώσει στη σοβιετική ηγεσία και το υπόμνημα του Σοφοκλή Βενιζέλου προς τον Αϊζενχάουερ, στον οποίο επιδόθηκε κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα: «Εφ’ όσον το παρόν εδαφικό καθεστώς των Βαλκανίων» έγραφε ο Βενιζέλος «γίνεται σεβαστόν από τους γείτονές μας, και εφ’ όσον οι γείτονές μας αποφύγουν, με την αυτήν ως ημείς καλήν πίστιν, να αναμειγνύωνται εις τας εσωτερικάς υποθέσεις μας, δεν υπάρχουν ανυπέρβλητα εμπόδια διά την οργάνωσιν μιας σταθεράς περιφερειακής ειρήνης, μέσω ενός ελεγχόμενου, παραλλήλου και βαθμιαίου αφοπλισμού όλων των βαλκανικών χωρών… Πρέπει να υπογραμμισθή ότι, διά της εγγυήσεως και του ελέγχου των Μεγάλων Δυνάμεων, απαραιτήτων προϋποθέσεων του σχεδίου, η επιρροή των ΗΠΑ θα επεκταθή μέχρι και πέραν του Δουνάβεως».


Ο Αϊζενχάουερ στην Αθήνα


Στα μέσα Δεκεμβρίου 1959 θα έλθει στην Αθήνα ο πρόεδρος των ΗΠΑ Αϊζενχάουερ για να μεταφέρει το «μήνυμα του Καμπ Ντέιβιντ». Επρόκειτο για τη συμφωνία, του Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου, με τον Χρουστσόφ για τη «διεθνή ύφεση». Η υποδοχή είναι αποθεωτική. Σε όλη τη διαδρομή από το αεροδρόμιο ως την Αθήνα πλήθη λαού είχαν κατακλύσει τους δρόμους και επευφημούσαν τον αμερικανό πρόεδρο, που επέβαινε σε ανοικτό αυτοκίνητο.


Ο Αϊζενχάουερ θα μιλήσει και σε πανηγυρική συνεδρίαση της Βουλής με κύρια αναφορά στην πολιτική του «ειρήνη εν ελευθερία». Θα στηρίξει με θερμά λόγια και την κυβέρνηση Καραμανλή: «Η παρούσα κυβέρνησίς σας και οι ηγέται της» τόνισε «ο διακεκριμένος πρωθυπουργός σας δημιουργούν ένα σύνολον επιτευγμάτων, τα οποία καθιστούν τούτους άξιους διαδόχους των ενδόξων προγόνων σας». Ενθουσιασμένος και ο Γεώργιος Παπανδρέου θα δηλώσει σε αμερικανό ανταποκριτή: «Ητο θαύμα. Γεμάτος από ιδεαλισμόν και ρεαλισμόν».


Στο κοινό ανακοινωθέν αναφέρεται η συμφωνία για την ανάγκη εδραίωσης «της παγκοσμίου ειρήνης κατά τρόπον εγγυώμενον την ανεξαρτησίαν όλων των εθνών και την ελευθερίαν του ατόμου». Και ότι «ελήφθη μετά προσοχής υπ’ όψιν η ιδιάζουσα θέσις αυτής (της Ελλάδος) εις τα Βαλκάνια».


Στις 4 Μαΐου 1960 θα φθάσει στην Αθήνα και ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Χέρτερ για να διερευνήσει τις προθέσεις της κυβέρνησης να συζητήσει σχετικά με τις πρωτοβουλίες για την απύραυλο Βαλκανική και τις ανάγκες της χώρας στον τομέα των εξοπλισμών. Αναχωρών δηλώνει «απέρχομαι με την στερεάν πεποίθησιν ότι η Ελλάς και οι Ηνωμένες Πολιτείες ερμηνεύουν κατά τον αυτό τρόπο τα περίπλοκα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο κόσμος…».


Την επομένη, 5 Μαΐου, τα «περίπλοκα προβλήματα» θα γίνουν «περιπλοκότερα». Ο Χρουστσόφ θα ανακοινώσει την κατάρριψη αμερικανικού κατασκοπευτικού αεροπλάνου και τη σύλληψη του πιλότου Πάουερς. Η Διάσκεψη Κορυφής, που άρχισε στο Παρίσι στις 16 Μαΐου, ναυάγησε…

 

Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2020

Andrei Konchalovsky’s soviet past film

 

Xan Brooks, “Dear Comrades review – Konchalovsky wrong-foots us with humour and horror”, The Guardian, 7 Sep 2020.

The Russian film-maker’s gripping account of a workers’ strike and the massacre that followed has a jaunty tone that undercuts the grim subject matter.

Lyuda Syomina is a proud Soviet who pines for the glory days of Stalin. “It all made sense back then,” she says. “Who is an enemy and who’s one of us.” Now it’s 1962 and the town of Novocherkassk is a mess. Food prices rising, stocks running low. There’s a scrum at the deli counter and grandpa wants his smokes. Lyuda works as an official on the city committee. She’s rowing with her teenage daughter and sleeping with her boss on the side. She thinks life is tough. It’s about to get worse.

By a happy chance, 1962 also marked director Andrei Konchalovsky’s first appearance at Venice, as a young co-writer on Andrei Tarkovsky’s Ivan’s Childhood. So the Russian film-maker is old enough to know his milieu back-to-front, inside-out, and brings a pungent first-hand verisimilitude to this gripping account of a workers’ strike and what came of it. One can almost smell the farts of Lyuda’s drunken dad, who sits at the kitchen table wearing his old soldier’s uniform.

Things go awry in Dear Comrades – slowly and then suddenly. The employees at the electrical power plant have ceased production, locked themselves inside, and Khrushchev is reportedly furious. There’s a slight whiff of Armando Iannucci’s The Death of Stalin to these early scenes as the drones on the committee start running about like headless chickens, each one terrified of being landed with the blame. Novocherkassk, they are told, is now being seen as “the centre of anti-Soviet, counter-revolutionary activity”, with protesters on the street and tanks blocking the bridge. In the massacre that follows, Lyuda shelters in a hair salon while bodies pile up outside the window.

Konchalovsky describes Dear Comrades as a film about his parents’ generation: the good, obedient communists, let down by the state. That presumably makes Svetka, Lyuda’s rebellious daughter, his fictional alter ego. Except that Svetka is now missing, believed shot, which necessitates Lyuda recruiting a sympathetic KGB man (Vladislav Komarov) to ferret out her whereabouts. She insists that her plan is to turn Svetka over to the authorities – and her adherence to protocol is so total we actually believe that she might.

Lyuda is played throughout with a fierce, hardbitten intensity by Julia Vysotskaya, who never demands sympathy and never gives away anything more than she absolutely has to. This, one supposes, was how people avoided incarceration or worse: by keeping their heads down and their mouths tightly shut. “I don’t know anything,” Lyuda is told again and again, as she knocks on doors and asks questions. To not know anything in Novocherkassk is to know how to survive.

On his last two visits to the Venice competition, Konchalovsky came away with the festival’s Silver Lion award. He stands a decent chance of going one better this time. Dear Comrades is an engrossing, wrong-footing picture, gorgeously shot in fine-grained black-and-white, with a light, jaunty tone that undercuts the grim subject matter. It’s a film that understands that humour and horror are not always mutually exclusive and that even the worst moments in life carry an air of the absurd. People pull funny faces when they’re in shock or in pain, and the doctor needs a fag break while cataloguing bodies at the morgue.