Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2014

Νίκος Φ. Ζάχος, Απομεινάρια από το χαμένο ημερολόγιο



Νίκος Φ. Ζάχος
Απομεινάρια από το χαμένο ημερολόγιο

Το παρακάτω κείμενο αποτελεί ένα είδος προλογικής εισαγωγής στην ποιητική συλλογή του Νίκου Ζάχου « Ποιήματα » που εκδόθηκε στην Κέρκυρα το 1992. Αναπαρίσταται εδώ η συγκινησιακά και ψυχολογικά φορτισμένη επιστροφή του ποιητή στο χωριό του έπειτα από δεκαετίες στις φυλακές και στις εξορίες.

Όταν μου ανακοίνωσαν με τα υποκριτικά εκείνα λόγια : « Είσαι ελεύθερος να πας όπου θέλεις », για μια φευγαλέα στιγμή χάρηκα. Ύστερα, ένας κόμπος ανέβηκε απότομα στο μυαλό μου σα να ήθελε να με πνίξει. Έτρεξα έξω από τα σύνορα του χωριού, που μέχρι εκείνη τη στιγμή μου ήταν απαγορευμένα και ξέσπασα σ’ ακράτητους λυγμούς επί ώρες πολλές.
Ήταν το μοιραίο τέλος μου. Ολόκληρη αυτή η ιστορία μου θύμιζε το φοβερό σκηνικό του άγριου θεριού που παίζει σαδιστικά με το θύμα του. Ένα θύμα που, αφού το έχει πληγώσει θανάσιμα, το εγκαταλείπει « να πάει όπου θέλει… » ! Είναι η χαρά που προκαλεί ο πόνος και το αίμα σε μερικά άγρια θεριά…
Μήπως δεν μου το είπαν ξεκάθαρα και όταν βγήκα από τη φυλακή ; Επίσημα μου ανακοίνωσαν πως παρέμενα ο ίδιος αμετανόητος εχθρός τους. Μέσα σ’ ένα άθλιο, μισητό κι εχθρικό περιβάλλον, το φυσικό μου ένστικτο για επιβίωση τέντωνε ολάκερο το είναι μου μέρα με τη μέρα. Γεμάτος ψυχικές δονήσεις, ούτε το χρόνο που έφευγε καταλάβαινα, ούτε την εξάντληση, ούτε την τρομερή πείνα από την έλλειψη τροφίμων. Και τώρα ετούτοι μου λένε πως είμαι ξανά ελεύθερος. Μα για να πάω που ; Σηκώθηκα δίχως να έχω τη δύναμη να περπατήσω, τα πόδια μου δε βαστάγανε το βάρος της ψυχής μου.
Την επόμενη βρέθηκα ταξιδιώτης αγνοώντας τον προορισμό μου. Ήμουν ο κακός δαίμονας που δεν του ανοίγει κανένας την πόρτα του. Αλίμονο !
Χολιασμένος κι αμίλητος, βυθισμένος στην αλύτρωτη, αβάσταχτη θλίψη, κοιτούσα από το παράθυρο αφηρημένος, δίχως πολύ ενδιαφέρον για τα όσα γινότανε τριγύρω μου. Κάποιο μωρό έκλαιγε, ένας άλλος βλαστημούσε, πότε πότε ανέβαινε μια ξινίλα ξερατών που μου προκαλούσε αηδία. Η ζέστη ήταν ανυπόφορη, ο ανηφορικός δρόμος ανάγκαζε το λεωφορείο να βογγά σκαρφαλώνοντας αργά στις ανηφοριές. Κι όμως, τίποτε δε μ’ εντυπωσίαζε. Πλάι μου περνούσαν παραλίες, βράχια, δέντρα, πεύκα αραδιασμένα στη χαράδρα των δύο βουνών που τινάζονταν ψιλά στα δύο χιλιάδες μέτρα από τη θάλασσα.
Κάποια στιγμή, τα μάτια μου καρφώθηκαν σ’ ένα απομονωμένο πεύκο, ριζωμένο στη ραχοκοκαλιά του βουνού, πάνω απ’ την απότομη χαράδρα. Η εικόνα αυτή πρόλαβε να μ’ αρπάξει από το ταξίδι των σκέψεών μου, με μια δύναμη, που μόνο τ’ αριστουργήματα θεϊκής έμπνευσης μεγάλων καλλιτεχνών μπορούν να έχουν.
Σ’ αυτή την περίπτωση, η δημιουργία, θύμιζε αποτέλεσμα τιτανικής πάλης ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο. Ένα θεόρατο δέντρο με χοντρό και σφιγμένο κορμό. Τα μεγάλα κλωνάρια του, ανοιγμένα και στραγγαλισμένα, λες και κάποια θυμωμένα χέρια θέλησαν να ξεσκίσουν δίχως να τα καταφέρουν. Τα άλλα κλωνάρια, γυρτά σε μια προσπάθεια να στηριχτούν το ένα με το άλλο, κόντρα στη μανία του αγέρα, αν και δε φαινόταν να φυσά. Ήταν τόσο πλαστική η εικόνα αυτή που έμοιαζαν να τρέμουν κυματιστά. Είχα πράγματι την αίσθηση πως ο άνεμος ουρλιάζει θυμωμένα και πως το μεγάλο δέντρο τεντωμένο κόντρα στον άνεμο, τρέχει αγέρωχα μέσα στην αγριεμένη θύελλα σα σημαία νικηφόρα που άφοβα προχωρά μπροστά.
Μια που η ανηφοριά ήταν ατελείωτη και γεμάτη στροφές, το λεωφορείο, χωρίς να μπορεί να τρέξει ανέβαινε σιγά σιγά. Έτσι είχα το χρόνο ν’ αγναντέψω με την ησυχία μου αυτό το θαύμα. Σε κάποια στροφή αφήσαμε πίσω μας αυτή την οπτασία. Σηκώθηκα τότε απότομα κι έτρεξα προς το πίσω μέρος του αυτοκινήτου, γεμάτο σακούλες και δέματα, για ν’ αντικρίσω ακόμη μια φορά την εκπληκτική αυτή εικόνα. Η μηχανή βούιζε, το λεωφορείο κατρακύλησε στον ίσιο δρόμο αυξάνοντας την ταχύτητά του. Σκόνταψα και μου έπεσε το καπέλο. Κάποιος φώναξε :
« - Ε ! Μπάρμπα, τι έπαθες, τρελάθηκες » ;
Όλα τα μάτια έπεσαν επάνω μου ενώ κάποιος άλλος πρόσθεσε με κακία : « Τρελός είναι. Φαίνεται και από το κουρεμένο του κεφάλι, έτσι τους κουρεύουνε μόνο στα τρελοκομεία ».
« - Α, όχι ! » - απάντησε μία άλλη φωνή, γεμάτη ειρωνεία – « Υπάρχουν κάτι μέρη πιο σπουδαία, όχι μόνο σε κουρεύουν…  »
Η συζήτηση πήρε το συνηθισμένο πολιτικό ύφος. Αντί οι άνθρωποι να βλέπουν την κακομοιριά τους και να προσκυνούν το θεό για να τους σώσει να στιγματίσουν τους υπαίτιους που τους φέρανε σ’ αυτά τα χάλια, παραβγαίνουν στο ποιος θα πει τα καλύτερα λόγια για το καθεστώς και το μεγάλο ηγέτη, τον Εμβέρ Χότζα.
Ενώ στο μεταξύ εγώ έψαχνα να βρω το καπέλο, είδα να το κλωτσάει περιφρονητικά μια καλολουστραρισμένη αρβύλα. Ένα νεαρός αξιωματικός, με επιφύλαξη από τους άλλους, μου έγνεψε με εχθρική και νευριασμένη ματιά, να πάω να πάρω το καπέλο μου απ’ τα πόδια του. Αμήχανα άρχισα να δικαιολογούμαι :
« - Το πεύκο… » -μουρμούρισα- « ξέρετε ήθελα… μου έκανε εντύπωση, ήθελα να το δω… ήτανε… »
Έβαλα το καπέλο και ξανακάθισα στη θέση μου προσπαθώντας να μην ακούω τη συζήτηση που συνέχιζε και που γινόταν για μένα φρικτά ανυπόφορη. Ένιωθα πίσω μου τον άνθρωπο αυτό, ευχαριστημένο για όσα άκουγε κι έτοιμο να μου μπήξει το μαχαίρι πισώπλατα.
« - Διαβάσατε το τελευταίο βιβλίο του συντρόφου Εμβέρ » ;
« - Αμ του μυθιστόρημα του Ισμαήλ Κανταρέ. Έγινε διάσημος κι αυτός σε όλο τον κόσμο. Μεγάλα κεφάλαια έχει τώρα η Αλβανία ».
« - Είναι το Κόμμα μας που έφερε όλα αυτά τα καλά κι έγινε η Αλβανία μπαξές ανθισμένος μωρέ σύντροφε ».
Έξω, μπροστά μας, άπλωνε ένα απέραντο σεντόνι το σύννεφο που σκέπαζε την Ιόνια θάλασσα και το λεωφορείο έμοιαζε αεροπλάνο που πετούσε πάνω απ’ τα σύννεφα. Οι κουβέντες με τα ωσαννά για το Κόμμα και το δίδυμο Χότζα-Κανταρέ κοπήκανε. Σιγά σιγά μπαίναμε στην αντάρα που ερχόταν καταπάνω μας. Υπήρχε κίνδυνος να κατρακυλήσουμε στο γκρεμό. Η αντάρα βάδιζε δροσερή και αδιάφορη για όλα εκείνα τα ανούσια που απασχολούσαν τους ανθρώπους. Βυθίστηκα στους συλλογισμούς μου. Ίσως, έλεγα, η αντάρα ετούτη να βιάζεται να πάει στο καρφωμένο πεύκο, όπως τον Προμηθέα στον Καύκασο, για να το δροσίσει και να σβήσει τη δίψα του, να πλύνει τις αιώνιες πληγές του.
Όλη ετούτη η εικόνα του πεύκου, το φυσικό αυτό μνημείο, με συγκίνησε, με δόνησε, με φώτισε, μου έφερε το ζωντανό μήνυμα της ζωής.  Με έλουσε με τη χ α ρ ά   τ η ς   π ά λ η ς   π ο υ   α ξ ί ζ ε ι   να   τ η ν   κ ά μ ε ι ς ,   ό τ α ν   α ι σ θ ά ν ε σ α ι   ά ν θ ρ ω π ο ς   μ ε   ι δ α ν ι κ ά   κ αι     π ρ ο σδ ο κ ί ε ς.
Τέλος πάντων, πέρασα τη Χειμάρρα, τους Αγίους Σαράντα, το Αργυρόκαστρο και την Αυλώνα κάνοντας έτσι ένα κυκλικό ταξίδι, αποφεύγοντας να χτυπήσω τις πόρτες που ζούσαν οι δικοί μου ξέροντας πως άμα το έκανα θα τους έβαζα φωτιά. Να φύγω από βουνά και από θάλασσα ήταν πια αδύνατο. Αποφάσισα να επιστρέψω στη σκλαβιά μου, απομονωμένος εντελώς, επί δεκαετίες, από τη μητρική μου γλώσσα και τα ελληνικά γράμματα. Ήμουν όμως αποφασισμένος να συνεχίσω το έργο μου.



Ο Νίκος Ζάχος γεννήθηκε το 1929 στο χωριό Λιούγγαρη της περιοχής Αργυροκάστρου. Οι γονείς του κηρύχθηκαν κουλιάκοι από το δικτατορικό καθεστώς και από πολύ νωρίς ο ίδιος γεύτηκε την αδικία και την παράφορη καταπίεση. Κατάφερε όμως να τελειώσει το Γυμνάσιο του Αργυροκάστρου και να παρακολουθήσει μαθήματα ραδιοτεχνίας εφόσον το σύστημα δεν του επέτρεπε ανώτερες σπουδές. Το 1948 προσπάθησε να φύγει για κολυμπώντας όμως τον συνέλαβαν και τον καταδίκασαν με 18 χρόνια φυλάκιση και καταναγκαστικά έργα, βρήκε όμως το κουράγιο να μάθει αγγλικά και ιταλικά. Τις εμπειρίες του τις κατέγραψε σ’ ένα ημερολόγιο που έβγαλε κρυφά από τη φυλακή. Στην προσπάθειά του να το περισώσει από την Ασφάλεια το έθαψε μέσα στη γη περιμένοντας την ημέρα της Ελευθερίας. Δυστυχώς αυτό το ημερολόγιο δεν το βρήκε ποτέ. Έζησε σε πολλούς τόπους εξόριστος ενώ ξαναφυλακίστηκε για δεύτερη φορά. Το 1991 έφυγε στην Κέρκυρα όπου εξέδωσε συλλογή ποιημάτων εξυμνώντας την ελευθερία, την πατρίδα και τις πανανθρώπινες αξίες της ζωής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου