Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2019

Cornelius Castoriadis:The Hungarian Revolution 1956


Κορνήλιος Καστοριάδης, Ουγγρική Επανάσταση 1956

«Στα χρόνια που θα 'ρθουν, όλα τα προβλήματα που έχουν βαρύνουσα σημασία συνοψίζονται σε τούτο: Είστε υπέρ η κατά της δράσης και του προγράμματος των ούγγρων εργατών;»1.
Πρέπει να ζητήσω συγγνώμη που παραθέτω απόσπασμα από δικό μου κείμενο . Όμως, μετά από είκοσι χρόνια περιορίζομαι σ' αυτές τις λίγες γραμμές -και πιο επίμονα, πιο άγρια, ίσως, απ' όσο την εποχή που τις έγραφα. Και δεν είναι ο,τι συντελέστηκε -η μάλλον ο,τι δεν συντελέστηκε- στην «σφαίρα των ιδεών» από τότε, δεν είναι η σιωπή που περιβάλλει την ουγγρική Επανάσταση του 1956 μέσα σ' όλη πράγματι τη φιλολογία της «αριστεράς», της «νέας αριστεράς» και της «άκρας αριστεράς», που θα μπορούσε ν' αλλάξει τη στάση μου. Στ' αλήθεια, αυτή η σιωπή είναι ο αρκετά δυσοίωνος δείκτης και της ποιότητας αυτής της φιλολογίας και των λανθανόντων κινήτρων αυτών που εκλαμβάνουν τον εαυτό τους για «επαναστάτη». Και δεν είναι υπερβολή να πούμε πως αυτή η σιωπή είναι ένα από τα σημάδια της κυριαρχίας των αντιδραστικών ιδεών στον σύγχρονο κόσμο. Σημαίνει ότι η σταλινική γραφειοκρατία εξακολουθεί, έστω και  λιγότερο  άμεσα, να αποφασίζει ποια θέματα έπιτρέπεται να συζητιούνται και ποια απαγορεύεται (Σημερα, οι κυρίως  αντιδραστικές ιδέες είναι φυσικά οι ιδέες της γραφειοκρατίας - και όχι οι ιδέες του Ronald Reagan. Άλλωστε,  χωρίς πολλήν αμφιβολία,  ο Reagan και ο Μπρέζνιεφ θα βρίσκονταν σύμφωνοι όσον αφορά στην Ουγγαρία).                        
Αυτονόητο πως δεν μπορούμε να εκτιμήσουμε μόνο μ' αυτό το κριτήριο την πραγματική σύγκρουση και την πραγματική επίδραση της Ουγγρικής Επανάστασης. Έναντι της ιδεολογικής καταστολής της ανάμνησης των γεγονότων του 1956 (και εδώ πρέπει να πάρουμε τη λέξη «καταστολή»  (repression  με  την ψυχαναλυτική  έννοια, που είναι και η έννοια της λέξης στα αγγλικά, με την έννοια της «απώθησης»), είναι βέβαιο ότι η σημασία τους δεν έπαψε να μεγαλώνει.
Αφήνοντας κατά μέρος τις πιθανές υποχθόνιες συνέπειες στις  ανατολικές χώρες και στην ίδια την Ρωσία, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πλατιά διάδοση της ιδέας της αυτοδιαχείρισης κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες πρέπει να συσχετιστεί με τις παραδειγματικές διεκδικήσεις των ουγγρικών  εργαστικών  συμβουλίων. Επίσης, δεν είναι προφανώς τυχαίο το ότι οι πιο πολλές οργανώσεις που εκθειάζουν την «αυτοδιαχείριση» (ιδίως τα ρεφορμιστικά κόμματα και τα συνδικάτα - μα δεν είναι τα μόνα) τηρούν σιγή για την Ουγγαρία και προτιμούν ν' αναφέρονται π.χ. στο πιο σεβαστό (και χωρίς περιεχόμενο) «μοντέλο» της Γιουγκοσλαβίας. Χωρίζοντας έτσι την ιδέα της αυτοδιαχείρισης από την εξουσία των εργατικών συμβουλίων και της καταστροφής της υφιστάμενης τάξης, βρίσκουν τον τρόπο να παρουσιάζουν την αυτοδιαχείριση σαν ένα στοιχείο που θα μπορούσαμε να το προσθέσουμε απλώς, χωρίς πολλά δάκρυα, στο σημερινό σύστημα. Δεν είναι λιγότερο αλήθεια, ότι η διάδοση αυτής της ιδέας υποσκάπτει τα θεμέλια της κυριαρχίας της γραφειοκρατίας· και τίποτα δεν επιτρέπει να βεβαιώσουμε ότι οι ρεφορμιστές γραφειοκράτες θα καταφέρουν να την κάνουν απλό διακοσμητικό στοιχείο της κατεστημένης τάξης.
Μιλησα για τη σιωπή που περιβάλλει εδώ και χρόνια την ουγγρική Επανάσταση. Η βιβλιογραφία η σχετική με τα γεγονότα του 1956 στην Ουγγαρία υπολογίζεται σήμερα σε πολλές χιλιάδες τόμους. Μα πρόκειται στην ουσία για γραπτά ειδικών, προορισμένα για ειδικούς. Εκείνο που φανερώνουν, είναι πιο πολύ η τεράστια επέκταση της αγοράς της παιδείας, του γραψίματος και των εκδόσεων παρά η πραγματική αναγνώριση της επαναστατικής σημασίας του 1956. Κατά τις δεκαετίες μετά το 1789 η το 1917, είδαμε να εκδίδονται ελάχιστα κείμενα «πανεπιστημιακά» η «επιστημονικά» για τη γαλλική και τη ρωσική Επανάσταση. Αλλά βρεθήκαμε μπροστά σε μια ασυνήθιστη εμφάνιση όλο και περισσότερο πολιτικών κειμένων σχετικά μ' αυτές. Έγραφαν για να πάρουν θέση: ήταν υπέρ η κατά. Όσοι ήταν υπέρ έβλεπαν τα γεγονότα της Γαλλίας και της Ρωσίας ως παράδειγμα, καλούσαν τούς συμπατριώτες του να δράσουν όπως ο λαός του Παρισιού η οι εργάτες του Πετρογκραντ, και προσπαθούσαν να εξηγήσουν και να υπερασπίσουν τη δράση των επαναστατών εναντίον των αντιδραστικών ιδεολόγων της έποχής τους.
Βεβαια, η γαλλική και η ρωσική Επανάσταση υπήρξαν «νικηφόρες» (αν και για λίγο), και η ουγγρική Επανάσταση «ηττήθηκε» (μονολότι αυτή η ήττα οφείλεται μόνο στην κατάληψη της χώρας από τον ισχυρότερο στρατό του κόσμου) . Αλλά το 1871 και η Κομμούνα του Παρισιού είχε τσακιστεί κι αυτή, όμως αυτό δεν εμπόδισε τούς επαναστάτες, επί μισόν αιώνα από τότε, κι ακόμα και σήμερα, να εξαίρουν το παράδειγμά της και να συζητούν τα διδάγματά της. Το ότι ο ρωσικός στρατός συνέτριψε την ουγγρική Επανάσταση, αυτό εξηγεί ίσως τη μικρή απήχηση που είχε στα λαϊκά στρώματα, όχι όμως τη συστηματική σιωπή των «επαναστατών» και των «αριστερών διανοουμένων». Η μήπως οι ιδέες θα έπαυαν ν' αληθεύουν και να ισχύουν όταν τα ρωσικά άρματα βαλθούν να πυροβολούν εναντίον τους;
Τα πράγματα, ωστόσο, γίνονται πιο ξεκάθαρα, όταν εξετάσουμε το περιεχόμενο, το νόημα και τα αναγκαία επακόλουθα της ουγγρικής Επανάστασης. Μπορούμε τότε να καταλάβομε αυτή τη σιωπή τι ακριβώς σημαίνει: άμεση σύνέπεια του ριζοσπαστικού χαρακτήρα αυτής της επανάστασης, και απόπειρα να σβήσουν τη σημασία της και την ανάμνησή της.
Η σύγχρονη κοινωνία είναι κοινωνία γραφειοκρατικού καπιταλισμού. Στη Ρωσία, στην Κινα και στις άλλες χώρες που περνιούνται για «σοσιαλιστικές» πραγματώνεται η πιο καθαρή, η πιο ακραία μορφή - η ολοκληρωμένη μορφή - του γραφειοκρατικού καπιταλισμού. Η ουγγρική Επανάσταση του 1956 ήταν η πρώτη και, ίσαμε τώρα, η μόνη ολοκληρωμένη επανάσταση εναντίον του ολοκληρωμένου γραφειοκρατικού  καπιταλισμού, - η πρώτη που προαναγγέλει το περιεχόμενο και τον προσανατολισμό των μελλοντικών επαναστάσεων στη Ρωσία, στην Κινα και αλλού. Δεκαετίες ολάκερες, οι «μαρξιστές», οι «αριστεροί διανοούμενοι», οι αγωνιστές κλπ. συζητούσαν -και συνεχίζουν- για το αν είναι σωστή η όχι η σταλινική πολιτική, για τις αιτίες και την ακριβή ημερομηνία του ρωσικού «Θερμιδώρ», για το βαθμό εκφυλισμού της ρωσικής επανάστασης, για τη κοινωνική φύση των καθεστώτων της Ρωσίας και της ανατολικής Ευρώπης (Εκφυλισμένα εργατικά κράτη; Εκφυλισμένα μη εργατικά κράτη; Σοσιαλιστικά κράτη με καπιταλιστικές παραμορφώσεις; Καπιταλιστικά κράτη με σοσιαλιστικές παραμορφώσεις;). Οι εργάτες και η ουγγρική νεολαία πήραν τα όπλα, και βάλανε με την πράξη τους τελεία και παύλα σ' αυτές τις συζητήσεις. Αποδείξανε με  τις πράξεις τους ότι η διαφορά μεταξύ εργατών και του «εργατικού κράτους» είναι η διαφορά μεταξύ ζωής και θανάτου· και ότι προτιμούσαν να πεθάνουν πολεμώντας το «εργατικό κράτος» παρά να ζούνε ως εργάτες κάτω από το «εργατικό κράτος».
 Όπως ο μερικώς γραφειοκρατικός καπιταλισμός της Δυσης, έτσι και ο ολοκληρωμένος γραφειοκρατικό καπιταλισμός της Ανατολής είναι γεμάτος αντιφάσεις και ξεσχίζεται από διαρκή κοινωνική σύγκρουση. Αυτές οι αντιφάσεις, αυτή η σύγκρουση, παίρνουν περιοδικώς οξεία μορφή, και το σύστημα βαδίζει προς μιάν ανοιχτή κρίση. Η η πίεση του πληθυσμού, που υφίσταται την εκμεταλλευση και την καταπίεση, μπορεί να φτάσει ως την έκρηξη. Η, πριν γίνει αυτό, η κυριαρχούσα γραφειοκρατία μπορεί να δοκιμάσει να κάμει στον εαυτό της μερικές «μεταρρυθμίσεις». Οι τομείς όπου αντιφάσεις και σύγκρουση είναι πιο έκδηλες και πιο πιεστικές είναι φυσικά οι τομείς της «οικονομίας» και της «πολιτικής». Σχεδόν διαρκές οικονομικό χάος, σύμφυες με το γραφειοκρατικό «σχεδιασμό» (που, βαθύτερα, έχει τις ρίζες του στη σύγκρουση που γνωρίζει αδιαλείπτως η παραγωγή2), και πανταχού παρούσα πολιτική καταπίεση έμφανίζονται ως οι πιο ανυπόφορες όψεις του ολοκληρωτικού γραφειοκρατικού καπιταλισμού. Όψεις, φυσικά, πάρα πολύ αλληλοεξαρτώμενες και αλληλοπροσδιοριζόμενες - και που είναι και οι δύο το αναγκαίο προϊόν της κοινωνικής δομής του συστήματος. Πράγματι, όσο αφάνταστο και αν είναι δυνατόν να φανεί, το σύνολο της διεθνούς «αριστεράς» δε φαίνεται να βλέπει εδώ παρά μόνο δευτερεύουσες ελλείψεις και αδυναμίες που μπορούν να βελτιωθούν. Έτσι, που οι «μεταρρυθμίσεις» που θα τις εξαλείψουν, διατηρώντας άθικτη την ουσία του συστήματος, (νέα μεταμόρφωση του τετραγωνισμού του κύκλου), γίνονται ευμενώς  δεκτές  στη  Δυση  από  τούς  υποψήφιους - γραφειοκράτες και τούς φανερούς  η μεταμφιεμένους ιδεολόγους τους («σοσιαλιστές»· «αιρετικούς» η και «ορθόδοξους», σήμερα, κομμουνιστές, στην Ιταλία, στη Γαλλία κλπ.· τροτσκιστές· προοδευτικούς» δημοσιογράφους· διαφόρων τύπων συνοδοιπόρους διανοούμενους από χτεσινούς υπαρξιστές φιλόσοφους όπως ο Sartre και η ομάδα των Temps modernes, ίσαμε σημερινούς «ριζοσπάστες οικονομολόγους» όπως ο Nuti κλπ.). Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε γιατί και πως αυτοί οι αλλόκοτοι ομοτράπεζοι βρέθηκαν λίγο πολύ ομόφωνοι στην υποστήριξή τους προς τον Γκομούλκα το 1956-57 και στην «αντίθεσή» τους για την εισβολή στην Τσεχοσλοβακία το 1968, ενώ για ο,τι αγγίζει την ουγγρική Επανάσταση, επιδόθηκαν σε επαίσχυντες συκοφαντίες («κομμουνιστές»), επιδοκίμασαν την τελική εισβολή (Sartre), είδανε αφ' υψηλού τις «σπασμωδικές», «στοιχειώδεις» και «αυθόρμητες» ένέργειες των ούγγρων εργατών (Mandel), η καταφύγανε στη σιωπή όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Το 1956, ο πολωνικός λαός δεν πήρε τα όπλα. Παρόλη την ανάπτυξή τους και την ενεργητικότητά τους, τα εργατικά συμβούλια ποτέ δεν είχανε θέσει ρητά υπό αμφισβήτηση την υφιστάμενη δομή της εξουσίας. Το κομμουνιστικό κόμμα κατάφερε στην ουσία - με τίμημα μια μικρή εκκαθάριση στις γραμμές του και με μερικές μεταθέσεις προσωπικού - να ελέγχει την κατάσταση καθ' όλη την κρίσιμη περίοδο, και να καταπνίξει έτσι, στο τέλος, το μαζικό κίνημα3. Τα πράγματα ήταν ακόμα πιο ξεκάθαρα στην Τσεχοσλοβακία το 1968 - και οι διαμαρτυρίες της «αριστεράς» ακόμα πιο θορυβώδεις. Γιατί, σ' αυτήν την περίπτωση, βλέπετε, δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος: Πράγματι, κανένα σημάδι αυτόνομης δραστηριότητας των μαζών. Η νέα διεύθυνση του Κ.Κ. ζητούσε να εισαγάγει κάποιες «δημοκρατικές» μεταρρυθμίσεις και αποκέντρωση της οικονομίας ως ένα βαθμό. Αυτονόητο πως ο λαός δεν μπορούσε παρά να ευνοεί αυτά τα μέτρα. Μια μεταρρύθμιση που έρχεται εκ των άνω, και με την υποστήριξη του λαού, τι θαυμαστό όνειρο για τούς σημερινούς «επαναστάτες». Όπως έλεγε ο Mandel, αυτό θα «επέτρεπε σε εκατομμύρια προλετάριους να ταυτιστούν και πάλι με το εργατικό κράτος».
Σε παρόμοιες περιπτώσεις προφανώς συγχωρείται να μέμφεται κανείς τα ρωσικά άρματα.
Στην Ουγγαρία όμως, το κίνημα των μαζών ήταν τόσο ισχυρό και τόσο ριζοσπαστικό που μέσα σε λίγες μέρες έκαμε κυριολεκτικά, σκόνη και το Κ.Κ. και ολάκερο τον κρατικό μηχανισμό. Ούτε καν «δυαδική εξουσία»: Ο,τι υπήρχε ως εξουσία ήταν στα χέρια της ένοπλης νεολαίας και των εργατικών συμβουλίων. Το «Πρόγραμμα»4 των εργατικών συμβουλίων ήταν απολύτως ασυμβίβαστο με τη διατήρηση της γραφειοκρατικής δομής της κοινωνίας. Αξίωνε την αυτοδιαχείριση των επιχειρήσεων, να καταργηθούν οι νόρμες έργασίας, την δραστική μείωση των ανισοτήτων στούς μισθούς, το πρόσταγμα στις γενικές απόψεις του σχεδιασμού, τον έλεγχο στη σύνθεση της κυβερνησης, και καινούργιο προσανατολισμό της εξωτερικής πολιτικής. Και όλα τούτα συνομολογήθηκαν και διατυπώθηκαν καθαρά στο διάστημα μερικών ημερών. Σ' αυτό εδώ το κείμενο, θα ήταν γελοία άκαιρο να τονίζαμε ότι το τάδε σημείο αυτών των διεκδικήσεων ήταν «σκοτεινό» και το δείνα «ανεπαρκές». Αν οι φονιάδες του Κρεμλίνου δεν συντρίβανε την Επανάσταση, η ανάπτυξή της θα έφερνε υποχρεωτικά τις αναγκαίες «διευκρινίσεις» και «βελτιώσεις»· τα συμβούλια και ο λαός θα είχαν αποδείξει η όχι ότι μπορούσαν να βρούνε μέσα τους την ικανότητα και την δύναμη να δημιουργήσουν μια καινούργια δομή εξουσίας και μια καινούργια θέσμιση της κοινωνίας.
Ταυτόχρονα, η Επανάσταση, θα ελευθέρωνε, θα αποδέσμευε όλες τις δυνάμεις και όλες τις τάσεις του ουγγρικού έθνους. Η ελευθερία του λόγου και της οργάνωσης για όλους, οποιεσδήποτε και αν είναι οι ιδιαίτερες πολιτικές γνώμες του καθενός, θεωρήθηκε αμέσως αυτονόητη. Και ήταν αυτονόητο επίσης το ότι οι διάφοροι εκπρόσωποι της «προοδευτικής ανθρωπότητας» δεν μπορούσαν να το θεωρήσουν ανεκτό αυτό το πράγμα. Στα μάτια τους, η ελευθερία λόγου  και  οργάνωσης  ήταν το σημάδι του «μη καθαρού», «ετερόκλητου», «συγκεχυμένου» χαρακτήρα της ουγγρικής Επανάστασης - όταν δεν είδαν σ' αυτήν κυνικά την «απόδειξη» ότι η Επανάσταση δεν ήταν παρά μια «συνωμοσία του ιμπεριαλισμού». Θα μπορούσε κανείς να διερωτηθεί γιατί ο καπιταλιστικός ιμπεριαλισμός μπορεί τον περισσότερο καιρό να ανέχεται την ελευθερία του λόγου, και γιατί ο «σοσιαλιστικός» ιμπεριαλισμός δεν μπορεί να την ανεχθεί ούτε μια στιγμή. Αλλά ας αφήσουμε στην άκρη το πρόβλημα της ελευθερίας ως τέτοιο. Ποια είναι η ιστορική και κοινωνιολογική σημασία αυτού του έκτακτου πολλαπλασιασμού κομμάτων, οργανώσεων κλπ., μέσα σε λίγες μέρες; Είναι ακριβώς αυτό: μια αυθεντική Επανάσταση έγινε. Παρόμοιος πολλαπλασιασμός, ενώ ταυτόχρονα εκφράζονται με όλες τις παραλλαγές τους οι αντίστοιχες ιδέες, είναι, πράγματι, το διακριτικό σήμα της επανάστασης. Αν αναγνωρίζουμε επανάσταση στα γεγονότα του 1956 στην Ουγγαρία, είναι όχι παρά, αλλά λόγω ακριβώς αυτής της απεριόριστης έκφρασης των πολιτικών τάσεων, αυτού του «χαοτικού» (για τούς γραφειοκράτες και τούς φιλισταίους) χαρακτήρα της κοινωνικής έκρηξης. Είναι κοινός τόπος - η μάλλον θα έπρεπε να είναι - το να πούμε πως μια αληθινή επανάσταση είνα πάντοτε εθνική: όλοι οι τομείς, όλα τα στρώματα ενός έθνους αφήνουν την παθητικότητά τους και την κομφορμιστική υποταγή τους στην παλαιά τάξη. Όλοι προσπαθούν να πάρουν ενεργό μέρος στο γκρέμισμά της και στην διαμόρφωση μιας νέας τάξης. Η κοινωνία, καταπιεσμένη ίσαμε τότε, ολάκερη αδράχνει τη δυνατότητα να εκφράζεται, ο καθένας σηκώνεται και βροντοφωνάζει τις ιδέες και τις διεκδικήσεις του. (Το ότι εμείς μπορεί να αποδοκιμάζουμε πολλές απ' αυτές, και να το λέμε το ίδιο μεγαλόφωνα, είναι ένα εντελώς διαφορετικό θέμα). Αυτό έγινε μετά το 1789, κατά τη γαλλική Επανάσταση, και μετά το Φεβρουάριο του 1917, κατά τη ρωσική Επανάσταση. (Είναι πάρα πολύ πιθανό ότι οι κριτικοί της ουγγρικής Επανάστασης θα καταδίκαζαν, με την πρόφαση της «μη καθαρότητας», της «σύγχυσης» κλπ. και τον πολύ ύποπτον, αφόρητον κυκεώνα που προκάλεσαν οι δυο άλλες επαναστάσεις). Η επανάσταση είναι η κατάσταση εκείνη υπερθέρμανσης και τήξης της κοινωνίας, που συνοδεύει τη γενική κινητοποίηση όλων των κατηγοριών και όλων των στρωμάτων και την κατεδάφιση όλων των κατεστημένων φραγμών. Αυτό το χαρακτηριστικό γνώρισμα είναι που κάνει κατανοητή την έκτακτη απελευθέρωση και τον έκτακτο πολλαπλασιασμό του δημιουργικού δυναμικού της κοινωνίας κατά τις επαναστατικές περιόδους, το σπάσιμο των επαναλαμβανόμενων κύκλων της κοινωνικής ζωής - και το ξαφνικό άνοιγμα της ιστορίας.

Παρά τη μικρή της ζωη, η ουγγρική Επανάσταση έθεσε κατ' αρχήν τις οργανωτικές μορφές και τα κοινωνικά νοήματα που δηλώνουν μια κοινωνικοϊστορική θεσμική δημιουργία. Η πηγή αυτής της δημιουργίας ήταν η δραστηριότητα του ουγγρικού λαού: διανοουμένων, φοιτητών, εργατών. «Θεωρητικοί» και «πολιτικοί» ως τέτοιοι, αντί να συμβάλουν έστω και στο ελάχιστο, συνέχισαν να προσφέρουν στο λαο απάτη και φενακισμό. Βεβαια, οι διανοούμενοι έπαιξαν σημαντικό θετικό ρόλο, γιατί, πολλούς μήνες πριν από την τελική έκρηξη, καταπιάστηκαν (στον Κυκλο Petofi και αλλού) να καταρρίψουν τούς «πολιτικούς», «ιδεολογικούς» και «θεωρητικούς» παραλογισμούς που επέτρεπαν στη σταλινική γραφειοκρατία να παρουσιάζει την ολοκληρωτική δικτατορία της σαν «λαϊκή δημοκρατία», σαν «σοσιαλισμό». Αν έπαιξαν αυτό το ρόλο, αυτό το πέτυχαν όχι «κομίζοντας στο λαο» μια καινούργια, ετοιματζίδικη «αλήθεια», αλλά καταγγέλλοντας θαρραλέα τις παλιές ψευτιές γι' αυτό που ήταν. Κατά την αυτόνομη δραστηριότητά του, και με τη βοήθειά της, ο λαός δημιούργησε νέες θετικές αλήθειες. Τις ονομάζω θετικές, γιατί ενσαρκώνονται σε πράξεις και σε οργανωτικές μορφές με προορισμό όχι μόνο ν' αγωνιστούν εναντίον της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης της γραφειοκρατίας, αλλά επίσης και προπαντός να υπηρετήσουν νέες μορφές οργάνωσης της κοινωνικής ζωής, στη βάση νέων αρχών. Αυτές οι αρχές συνεπάγονται ριζική ρήξη με τις κατεστημένες κοινωνικές δομές (στην Ανατολή όσο και στη Δυση), και απ' τη στιγμή που διατυπώνεται ρητά, κάνουν χωρίς νόημα τη «θεωρία» και την κληρονομημένη πολιτική «φιλοσοφία». Αυτό, με τη σειρά του, ανατρέπει την πατροπαράδοτη σχέση μεταξύ «θεωρίας» και «πράξης» καθώς και μεταξύ «θεωρητικών» και απλών ανθρώπων. Στην ουγγρική Επανάσταση - όπως και στα άλλα προηγούμενα ιστορικά παραδείγματα - βρίσκουμε μια καινούργια αφετηρία, μια καινούργια πηγή, που μας αναγκάζει να στοχαστούμε εκ νέου πάνω στο πρόβλημα της πολιτικής - δηλαδή της συνολικής θέσμισης της κοινωνίας - στο σύγχρονο κόσμο, και μας δίνει ταυτόχρονα μερικά από τα όργανα αυτού του στοχασμού.
Εδώ, θ' ακούσουμε ίσως διάφορους θορύβους και διαμαρτυρίες, εναντίον του «αυθορμητισμού» ως και της «σκοταδιστικής δημαγωγίας». Ας ρίξουμε μια ματιά, πριν απαντήσομε σ' αυτά, στη συμβολή ορισμένων διάσημων πολιτικών και θεωρητικών πριν από τα γεγονότα του 1956 η κατά τη διάρκειά τους. Ας πάρουμε π.χ. τον Gyorgi Lukàcs. Ιδού ασφαλώς, ένας από τούς σπάνιους αληθινά δημιουργικούς μαρξιστές θεωρητικούς που έχουν φανεί από τον καιρό του Μαρξ. Ε λοιπόν, αυτός τι έκαμε; Από το 1924 (περίπου) ως το 1956, εκάλυψε στον ιδεολογικό τομέα, τον Στάλιν και τον σταλινισμό, τις δίκες της Μοσχας, το Γκούλαγκ, το «σοσιαλιστικό ρεαλισμό» και ο,τι έγινε στην Ουγγαρία από το 1945· εφάρμοσε διαδοχικά τις εντολές του Ζηνόβιεφ, του Μπουχάριν, του Ζντάντοφ, του Ρεβαί κλπ. Και το έκανε εν πλήρει επιγνώσει - γιατί ήξερε τόσο τα γεγονότα όσο και το μαρξισμό «την επαναστατικότερη αντίληψη που παρήγαγε ποτέ η ιστορία»5. Ποτε τόλμησε να μισοϊδεί το φως; Όταν οι μάζες αυθόρμητα ξεσπάσανε εναντίον των συνεπειών της θεωρητικής του διδασκαλίας. Ενώ πέρασε τη ζωη του, να επικαλείται τη List der Vernuft - το πολυμήχανο του νου - έγινε η άκρα προσωποποίηση της Unlist der brossen Vernuft - η τύφλωση του κοινού «νου».
 Ας πάρουμε τώρα την περίπτωση του Ίμρε Ναγκυ, του «πολιτικού». Ποια ήταν η βοήθειά του, τι έκανε με την «πολιτική» του ικανότητα ενάντια στις ύπουλες ψευτιές της ρωσικής γραφειοκρατίας; Βρήκε έστω και για μια στιγμή μέσα του τη διαύγεια να κατανοήσει, και το θάρρος να διακηρύξει: «Ότι κι αν συμβεί, μην πιστεύετε ποτέ τούς Ρωσους - κάτι ξέρω που το λέω»;
Όχι. Πελάγωσε· και δοκίμασε να ζητήσει τη βοήθεια... των Ηνωμένων Εθνών! Η ιστορία δημιουργούσε τον εαυτό της, το αιματηρό δράμα της εξουσίας ήταν παρόν, αυτούσιο: άρματα και κανόνια αντιμετώπιζαν τα χέρια και τα γυμνά στήθια εκατομμυρίων ανθρώπων. Και ο Ναγκυ, ο «πολιτικός», ο Realpolitiker, δεν μπορούσε να σκεφτεί άλλο παρά μόνο τα Ηνωμένα Έθνη, αυτό το απαίσιο γκινιόλ, όπου οι κακούργοι της Μοσχας και της Ουάσιγκτον, επιτίθενται ο ένας εναντίον του άλλου στούς δημόσιους λόγους τους, και συμφωνούν για τις βρώμικες κομπίνες τους στούς διαδρόμους.
Αυτή ήταν η παραγωγή των επαγγελματιών της θεωρίας και της πολιτικής, μη αυθόρμητο είδος, συνειδητό, σοφό και υψηλής ειδίκευσης. Οι μη-επαγγελματίες, αυτοί, παρήγαγαν μια ριζική επανάσταση - που δεν την πρόβλεψε, που δεν την προετοίμασε που δεν την οργάνωσε οποιοσδήποτε, άρα «αυθόρμητη» όπως όλες οι επαναστάσεις της ιστορίας.
Ο ουγγρικός λαός δεν ενήργησε «αυθόρμητα» με την έννοια που ένα μωρό κλαίει «αυθόρμητα» όταν πονάει. Ενήργησε από την κοινωνική και ιστορική πείρα του, και έτσι, έκαμε κάτι. Όταν αυτός που περιβάλλεται το γελοίο τίτλο του «θεωρητικού» η του «επαναστάτη» παρατηρεί αφ' υψηλού αυτό που ονομάζει «αυθορμητισμό», να πιο αξίωμα κρύβει μέσα στο κεφάλι του: αδύνατον αυτός ο όχλος να μπορεί ποτέ να μάθει το παραμικρό για τη ζωη του, να βγάλει απ' αυτήν κάποιο συμπέρασμα κάπως σοβαρό, να περάσει από το «δύο και δύο» στο «τέσσερα» - αδύνατον, προπαντός, να βάλει μπρος νέες ιδέες και ν' αναζητήσει τις δικές του λύσεις στα δικά του προβλήματα. Δεν χρειάζεται να υπογραμμίσουμε την ουσιαστική ταυτότητα αυτού του αξιώματος με τα θεμελιώδη δόγματα σχετικά με τον άνθρωπο και την κοινωνία που ήταν τα δόγματα των διευθυντικών τάξεων εδώ και χιλιά δες χρόνια.
Εδώ κρίνω αναγκαία μια μεγάλη παρένθεση. Δεν είναι δυνατόν παρά να κάνει εντύπωση το ότι οι «μαρξιστές» και οι «αριστεριστές» επιμένουν να σπαταλούν τον καιρό και την ενεργητικότητά τους [στο] να γράφουν χωρίς τελειωμό για τη σχέση μεταξύ του «Πρώτου Βιβλίου» και του «Τρίτου Βιβλίου» του Κεφαλαίου, να σχολιάζουν και να δίνουν νέες ερμηνείες στο τάδε η στο δείνα σχόλιο για τον Μαρξ, που έκανε ο τάδε η ο δείνα ερμηνευτής του, να υπομνηματίζουν χωρίς να κουράζονται βιβλία, χωρίς σχεδόν ποτέ να λογαριάζουν την αληθινή ιστορία, την πραγματική δημιουργία μορφών και νοημάτων στη δραστηριότητα και με τη δραστηριότητα των ανθρώπων. Ακόμα μια φορά, η ιστορία ανάγεται γι' αυτούς στην ιστορία των ιδεών - ειδικότερα στην ιστορία ενός πολύ μικρού αριθμού ιδεών. Μια από τις συνέπειες αυτού είναι ότι η ιστορία τείνει να είναι όλο και λιγότερο κατανοητή. Γιατί η ιστορία δεν είναι απλώς ο κατάλογος των ιστορικών «γεγονότων». Αυτό που λογαριάζεται, από επαναστατική αποψη, είναι η ερμηνεία αυτών των γεγονότων, που δεν μπορούμε να την αφήσουμε στούς ιστορικούς του πανεπιστημιακού establishment. Αυτή η ερμηνεία είναι βέβαια λειτουργία των «θεωρητικών ιδεών» και του πολιτικού προτάγματος του ερμηνευτή. Αλλά είναι ο οργανικός δεσμός ανάμεσα στα εξής τρία στοιχεία: το πρόταγμα, τις ιδέες και την αναγνώριση της πραγματικής ιστορίας ως πηγής, (και όχι ως υλικού νεκρού), κι αυτό είναι που αποτελεί την ειδοποιό διαφορά της εργασίας ενός επαναστάτη διανοούμενου και το μόνο που χαρακτηρίζει τη ριζική ρήξη της με την πατροπαράδοτη και επικρατούσα αντίληψη της «θεωρητικής εργασίας». Λοιπόν σήμερα, αυτός ο δεσμός βρίσκεται πράγματι κομμένος, στο 99% της φιλολογίας της «αριστεράς».
Μα αυτό που συζητούμε εδώ, πάει, πράγματι πολύ πιο μακριά. Γιατί πρόταγμα και ιδέες έχουν τη ρίζα τους στην πραγματική ιστορία, στη δημιουργική δραστηριότητα των ανθρώπων στη σύγχρονη κοινωνία. Το επαναστατικό πρόταγμα δεν είναι η λογική συνέπεια μιας σωστής θεωρίας. Σ' αυτόν τον τομέα, οι διαδοχικές θεωρίες είναι μάλλον δοκιμές γενικής διατύπωσης αυτού που είναι η μάζα των ανθρώπων - των εργατών, πρώτα πρώτα, έπειτα των γυναικών, των σπουδαστών, των εθνικών μειονοτήτων κλπ.- εκφράζουν εδώ και δυο αιώνες στην πάλη τους εναντίον των κατεστημένων θεσμών της κοινωνίας - είτε κατά τις επαναστάσεις, στο εργοστάσιο, η στην καθημερινή ζωη τους. «Ξεχνώντας» το αυτό, ο «επαναστάτης» διανοούμενος μπαίνει σε μια γελοία αντίφαση. Διακηρύσσει ότι η θεωρία του του επιτρέπει να καταλαβαίνει, και μάλιστα να κρίνει, την ιστορία - και φαίνεται ν' αγνοεί ότι η ουσιαστική πηγή αυτής της θεωρίας είναι η ιστορική δραστηριότητα του λαού στο παρελθόν. Έστι καταντάει τυφλός μπροστά σ' αυτή τη δραστηριότητα έτσι όπως εκδηλώνεται στο παρόν - τυφλός π.χ. μπροστά στην ουγγρική Επανάσταση.
 Ας πάμε ως την άκρη της παρατήρησής μας: ας πάρουμε το έργο του Μαρξ. Αν ήταν απλώς και μόνο μια «σύνθεση» της γερμανικής κλασικής φιλοσοφίας, της αγγλικής πολιτικής οικονομίας, και του γαλλικού ουτοπικού σοσιαλισμού, δεν θα ήταν παρά μια θεωρία μεταξύ πολλών άλλων. Αυτό που αποτελεί τη διαφορά είναι οι πολιτικές ιδέες που ενέπνεαν τον Μαρξ. Αλλά ποια είναι η πηγή αυτών των ιδεών; Δεν υπάρχει, πράγματι, τίποτα εκεί μέσα - τίποτα, εν πάση περιπτώσει, που να έχει ακόμα κάποιαν ανταπόκριση και κάποιαν αξία σήμερα - που να μπορούμε να το αποδώσουμε στον ίδιο τον Μαρξ. Στις ιδέες του, όλα η σχεδόν όλα, έχουν την πηγή τους στο εργατικό κίνημα όπως ήταν μεταξύ 1800 και 1840. Όλα η σχεδόν όλα φαντάζουν ήδη άσπρα πάνω σε μαύρο στην εργατική φιλολογία αυτής της εποχής6. Και ποια είναι η μοναδική καινούργια πολιτική ιδέα που στάθηκε ικανός να συλλάβει ο Μαρξ μετά το Κομμουνιστικό Μανιφέστο; Είναι η ιδέα της καταστροφής του μηχανισμού του Κράτους και της «δικτατορίας του προλεταριάτου» - «δίδαγμα» όπως υπογραμμίζει ο ίδιος, της Κομμούνας του Παρισιού· δίδαγμα που ενσαρκώνεται στη δραστηριότητα των παρισινών εργατών και, κατά πρώτο λόγο, στην νέα μορφή θεσμού που δημιούργησαν: στην ίδια την Κομμούνα. Αυτή τη δημιουργία, ο Μαρξ, παρά τη θεωρία του και τη μεγαλοφυία του, δε στάθηκε ικανός να την προβλέψει. Αλλά, όντας Μαρξ, και όχι μαρξιστής, μπόρεσε να την αναγνωρίσει - εκ των υστέρων7.
Ας γυρίσουμε στην κυρίως συζήτησή μας. Τι θα μπορούσε να είναι το «μη-αυθόρμητο» στο οποίο αντιτάσσουμε το αυθόρμητο; Θα ήταν η «συνείδηση»; Αλλά ποιός τολμάει να πει οτι οι ούγγροι εργάτες, π.χ. ήταν μη-συνειδητοί; Με ποια έννοια; Ήταν υπνοβάτες, βρίσκονταν κάτω από την επίδραση του L.S.D. ; Η μήπως θα ήθελε να πει κανείς ότι δεν ήταν «αρκετά» σύνειδητοί η όχι συνειδητοί «με το σωστό τρόπο»; Αλλά τι είναι «αρκετή» συνείδηση, ποιός είναι ο «σωστός τρόπος» να είναι κανείς συνειδητός; Ο τρόπος του κ. Mandel, μήπως; Η του κ.Sartre; Η μήπως πρόκειται για την απόλυτη Γνώση; Γνώση τίνος; Είναι κανείς εδώ γύρω που να ισχυρίζεται ότι την αντιπροσωπεύει; Και τι την κάνει; Ξερουμε, πάντως, τι την κάνανε ο Kautsky και ο Λενιν την δική τους τη γνώση.
 Η το αντίθετο του «αυθόρμητου» βρίσκεται στην οργάνωση; Αλλά το ζήτημα είναι ακριβώς: ποια οργάνωση, και οργάνωση τίνος; Η «αυθόρμητη» δράση των ούγγρων εργατών και του ουγγρικού λαού ήταν δράση που απέβλεπε στην οργάνωση, και κάτι παραπάνω: ο αυθορμητισμός τους ήταν ακριβώς αυτό, η αυτο-οργάνωσή του. Κι αυτό είναι ακριβώς εκείνο που ο γραφειοκράτης ψευτο«θεωρητικός» απεχθάνεται περισσότερο απ' το κάθε τι: το ότι οι εργάτες, αντί να περιμένουν, με παθητικόν ενθουσιασμό, να έρθει να τούς «οργανώσει», οργανώνονται μόνοι τους σε εργατικά συμβούλια. Και πως τούς οργανώνει, όταν του δώσουν την ευκαιρία; Όπως το κάμανε οι κυρίαρχες τάξεις επί αιώνες στα εργοστάσια και στο στρατό. Και τούτο, όχι μόνον αν και όταν πάρει την εξουσία, παρά από πιο μπροστά: σ' ένα μεγαλο συνδικάτο π.χ. η σ' ένα «μπολσεβίκικο κόμμα», όπου οι εσωτερικές σχέσεις, από τη δομή τους, τη μορφή τους και το περιεχόμενό τους, αναπαράγουν απλώς τη δομή της καπιταλιστικής κοινωνίας: ιεραρχία, χωρισμό σ' ένα στρώμα διευθυνόντων και μια μάζα εκτελεστών, πέπλο ψευτο-«γνώσης» ριγμένο πάνω στην εξουσία μιας γραφειοκρατίας, που επανεκλέγει τον εαυτό της και διαιωνίζεται κλπ. ήτοι τη μορφή που ανταποκρίνεται στην αναπαραγωγή και στη διαιώνιση της πολιτικής αλλοτρίωσης (και, κατά συνέπεια, της αλλοτρίωσης καθ' όλου). Αν το αντίθετο του «αυθόρμητου», δηλ. της αυτο-δραστηριότητας και της αυτοοργάνωσης είναι η ετερο-οργάνωση - από τούς πολιτικούς, τούς «θεωρητικούς», τούς «επαγγελματίες έπαναστάτες» κλπ. - τότε το αντίθετο του αυθόρμητου είναι ολοφάνερα η αντ-επανάσταση, η η συντήρηση της υφιστάμενης τάξης.
Η Επανάσταση είναι ακριβώς η αυτο-οργάνωση του λαού. Αυτό και μόνο προϋποθέτει προφανώς ένα «γίγνεσθαι-συνειδητό» των ουσιαστικών χαρακτηριστικών και μηχανισμών του καθιδρυμένου συστήματος, καθώς και του πόθου και της θέλησης να βρεθεί μια καινούργια λύση του προβλήματος της θέσμισης της κοινωνίας. (Είναι σαφές, π.χ. ότι η κατανόηση που είχαν στην πράξη οι ούγγροι εργάτες του κοινωνικού χαρακτήρα της γραφειοκρατίας ως τάξης εκμεταλλευτικής και καταπιεστικής και των όρων της ύπαρξής της, ήταν, από θεωρητική άποψη, απείρως ανώτερη απ' όλες τις ψευτο-«θεωρητικές» αναλύσεις που περιέχονται σε τριάντα χρόνια τροτσκιστικής φιλολογίας και στα πιο πολλά απ' τ' άλλα γραπτά «μαρξιστών της αριστεράς».) Αυτοοργάνωση είναι εδώ αυτο-οργανούσθαι και συνείδηση, συνειδητό-γίγνεσθαι· και στις δυο περιπτώσεις έχουμε ένα processus, όχι μια κατάσταση. Όχι πως ο λαός ανακάλυψε επιτέλους «την» κατάλληλη μορφή κοινωνικής οργάνωσης· αλλά ξεδιακρίνει ότι αυτή η «μορφή» είναι η δραστηριότητά του αυτοοργάνωσης, σε συμφωνία με την κατανόηση που έχει της κατάστασης και των σκοπών που θέτει στον εαυτό του. Μ' αυτήν την έννοια, η επανάσταση δεν μπορεί παρά να είναι «αυθόρμητη» στην γέννησή της καθώς και στην ανάπτυξή της. Γιατί η επανάσταση είναι ρητή αυτοθέσμιση της κοινωνίας. «Αυθόρμητο» δε σημαίνει τίποτε άλλο εδώ παρά την κοινωνικο-ιστορική δημιουργική δραστηριότητα, στην υψηλότερή της έκφραση, τη δραστηριότητα που έχει σκοπό την θέσμιση της ίδιας της κοινωνίας. Για' αυτό, όλες οι επαναστατικές εκρήξεις των νεοτέρων χρόνων προσφέρουν αδιαφιλονείκητα παραδείγματα.
Καμμιά ιστορική δράση δεν είναι «αυθόρμητη» αν μ' αυτό έννοήσουμε ότι θα ξεπηδούσε στο κενό, ότι θα ήταν απολύτως χωρίς σχέση με τις συνθήκες, το περιβάλλον, το παρελθόν. Και κάθε μεγάλη ιστορική δράση είναι ακριβώς αυθόρμητη με την αρχική σημασία της λέξης: spons, «πηγή»8. Η ιστορία είναι δημιουργία, που σημαίνει: ξεπέταγμα εκείνου που δεν είναι εγγεγραμμένο ήδη μέσα στις «αιτίες» του, στούς «όρους» του κλπ. εκείνου που δεν είναι επανάληψη - ούτε υπό στενήν έννοια, ούτε ως παραλλαγή του ήδη δεδομένου - εκείνου που είναι, απεναντίας, θέση νέων μορφών και σχημάτων, νέων σημασιών - δηλαδή αυτο-θέσμιση. Για να το πούμε με όρους στενούς πιο πραγματιστικούς, πιο μαθηματικούς: αυθόρμητο είναι το υπερβάλλον του «αποτελέσματος» ως προς τις «αιτίες»9.  Οι ούγγροι εργάτες έδρασαν με την πείρα τους, και η δραση τους υπήρξε επεξεργασία - με τη λιγότερο αγοραία σημασία της λέξης - αυτής της πείρας. Όμως αυτή η δράση δεν ήταν «αναγκαία» αντίδραση η απάντηση, αιτιακά προσδιορισμένη, σε μια δεδομένη κατάσταση - πολύ περισσότερο, αυτή η επεξεργασία δεν ήταν το προϊόν μιας «λογικής» διαδικασίας αφαίρεσης συμπερασμού, κλπ. Εδώ και μερικά χρόνια, μισή ντουζίνα χώρες της Ανατολικής Ευρώπης - και η ίδια η Ρωσία πολύ πιο μπροστά - εγνώριζαν μια γενική κατάσταση ουσιαστικά όμοια με κείνην, που θα μπορούσε να δοκιμάσει κανείς να καταλογίσει στην έκρηξη του 1956. Τουλάχιστον τα γεγονότα της Ανατολικής Γερμανίας το 1953, της Πολωνίας το 1956 (και το 1970 και το 1976) της Τσεχοσλοβακίας το 1968 καθώς και οι πιο περιορισμένες και λιγότερο γνωστές εξεγέρσεις στη Ρωσία (Νοβοτσερκάσκ, π.χ.) είναι η απόδειξη αυτής της ουσιαστικής ομοιότητας. Ωστόσο μόνο στην Ουγγαρία αυτή η λαϊκή δραστηριότητα έφτασε σ' εκείνη την ένταση που είναι ικανή να γεννήσει μιάν επανάσταση. Ότι η Ουγγαρία και ο λαός της έχει κάτι το ιδιαίτερο, τίποτε πιο βέβαιο. Το ίδιο και κάθε χώρα και και κάθε λαός. Ξερομε πως κάθε ατομική οντότητα είναι απολύτως μοναδική και, απ' αυτήν την άποψη, απολύτως όμοια με τις άλλες. Οι «ιδιομορφίες» της ουγγρικής ιστορίας κλπ. δε μας βοηθούν καθόλου όταν προσπαθούμε να εξηγήσουμε εξαντλητικά γιατί αυτή η ιδιαίτερη μορφή επανάστασης έγινε σ' αυτήν την ιδιαίτερη χώρα και αυτή την ιδιαίτερη στιγμή10. Μια συγκεκριμένη ιστορική έρευνα μπορεί προφανώς να συμβάλει στο «να κάμει κατανοητό» (εκ των υστέρων, και δεν μπορούμε να ξεχάσουμε τα ατέλειωτα προβλήματα που συνεπάγεται αυτή η ρήτρα) ένα σημαντικό μέρος της αλληλουχίας των γεγονότων, των πράξεων των ανθρώπων, και των αντιδράσεών τους, κλπ. Δεν επιτρέπει ποτέ να πηδάμε απ' αυτή την περιγραφή και απ' αυτή τη μερική κατανόηση των καταστάσεων, κινήτρων, δράσεων κλπ, στην «εξήγηση του αποτελέσματος».
Έτσι π.χ. μπορεί να πει κανείς: μια επανάσταση έχει «αιτία» την εκμετάλλευση και την καταπίεση. Μα αυτά υπάρχουν εδώ και αιώνες (και χιλιετηρίδες). Λενε τότε: πρέπει εκμετάλλευση και καταπίεση να φτάσουν ως ένα «ακραίο σημείο». Αλλά ποιο είναι αυτό το «ακραίο σημείο»; Και μήπως δεν το φτάσαμε αλλεπάλληλα, χωρίς ν' ακολουθήσει κάθε φορά επανάσταση; Συνεχίζουν: αυτό το «ακραίο σημείο» εκμετάλλευσης και καταπίεσης πρέπει να συμπίπτει με μια «εσωτερική κρίση» των διευθυντικών ταξεων, με τη στειρότητα η τη διάλυση του καθεστώτος. Αλλά τι περισσότερο θέλετε, ως στειρότητα και διάλυση, απ' ότι πραγματοποιήθηκε στις πιο πολλές χώρες της Ευρώπης μετά το 1918 η μετά το 1945; Τελος: οι μάζες πρέπει να έχουν φτάσει σ' ένα ικανοποιητικό επίπεδο συνείδησης και μαχητικότητας. Και τι καθορίζει το επίπεδο συνείδησης και μαχητικότητας των μαζών; Η επανάσταση δεν έγινε, επειδή οι συνθήκες για μιάν επανάσταση δεν ήταν ώριμες. Η πιο σημαντική απ' αυτές τις συνθήκες είναι ένα επαρκές έπίπεδο συνείδησης και μαχητικότητας των μαζών. Επαρκές για τι; Μα, έπαρκές για να κάμει την επανάσταση. Με λίγα λόγια: Δεν έγινε επανάσταση γιατί δεν έγινε επανάσταση. Αυτή είναι, στην περίπτωσή μας, η τελευταία λέξη της «μαρξιστικής» (η απλώς «ντετερμινιστικής», «επιστημονικής») σοφίας.
Τα πράγματα είναι ακόμα πιο καθαρά όταν αντιμετωπίζομε όχι την «εξέγερση», ως έκρηξη και καταστροφή της παλαιάς τάξης, αλλά την επανάσταση ως αυτοοργανωμένη δρατηριότητα που αποβλέπει στην θεσμιση μιας νέας τάξης. (Αυτή η διάκριση είναι, φυσικά, μια διαχωριστική αφαίρεση). Μ' άλλα λόγια, όταν εξετάζομε το θετικό περιεχόμενο αυτού που το ονόμασα παραπάνω επεξεργασία της πείρας. Η παλαιά κατάσταση πραγμάτων, όσο αβάσταχτη κι αν ήταν θα μπορούσε να γεννήσει μόνο μια επί πλέον δόση καρτερίας, μιάν επίταση της θρησκοληψίας, η το αίτημα για λίγο πολύ «μετριοπαθείς» μεταρρυθμίσεις. Αντίς γι' αυτό, το κίνημα βραχυκύκλωσε όλες τις άλλες «λύσεις», και ο λαός βάλθηκε να πολεμήσει και να πεθάνει για τη γενική ανοικοδόμηση της κοινωνίας. Θα ήταν ζόρικο έργο, για τον θεωρητικό που θα ήθελε ν' αποδείξει πως ήταν η μόνη «λογική» και/η «πρακτικώς δυνατή» εκλογή για την Ουγγαρία του 1956. Πολλές χώρες στον κόσμο δώσανε, κι εξακολουθούν να δίνουν αναρίθμητα παραδείγματα για το αντίθετο. Το θετικό περιεχόμενο της «απάντησης» - σύσταση εργατικών συμβουλίων, διεκδίκηση για αυτοδιαχείρηση και κατάργηση στις νόρμες εργασίας κλπ. - δεν ήταν εξαγόμενο «συλλογισμού». Δεν ήταν η εκλογή του «μόνου δυνατού άλλου όρου του διλήμματος» κλπ. Ήταν μια επεξεργασία που υπερέβη το δεδομένο (και ο,τι είναι δεδομένο μαζί με το δεδομένο, συνέπειά του η περιεχόμενό του) και κατέληξε στο καινούργιο. Το ότι οι ρίζες αυτού του καινούργιου βυθίζονται μέσα σε μια βαθιά και οργανική σχέση με τις προγενέστερες δημιουργίες του εργατικού κινήματος και με το περιεχόμενο άλλων φάσεων της επανασταστικής δραστηριότητας, αυτό δε μειώνει τη σημασία του· το αντίθετο μάλιστα. Υπογραμμίζει το ότι η ουγγρική Επανάσταση εγγράφεται στη σειρά των αγώνων που αποβλέπουν, εδώ και διακόσια περίπου χρόνια, σε μια ριζική ανοικοδόμηση της κοινωνίας. Σημαδεύει στη δραστηριότητα του ουγγρικού λαού μια νέα στιγμή της ανάπτυξης του επαναστατικού προτάγματος (projet) - και, ταυτόχρονα, βεβαιώνει ότι αυτές οι δημιουργίες έχουν μια σημασία που υπερβαίνει, και μάλιστα κατά πολύ, τη στιγμή και τούς όρους που προσιδιάζουν στη γέννησή τους.
Οι μορφές οργάνωσης - τα συμβούλια - που δημιούργησαν οι ούγγροι εργάτες είναι του ίδιου τύπου με τις μορφές που δημιούργησαν παλαιότερα και αλλού οι επαναστάτες εργάτες. Οι σκοποί και οι διεκδικήσεις που διακήρυξαν αυτά τα συμβούλια βρίσκονται πάνω στη γραμμή αυτών που πρόβαλε ολόκληρη η ιστορία του εργατικού κινήματος - είτε πρόκειται για την ανοιχτή πάλη, είτε για τον άτυχο αγώνα που διεξάγεται μέρα με τη μέρα σ' όλα τα εργοστάσια της υδρογείου - ενώ σε ορισμένα βασικά σημεία (αυτοδιαχείριση, κατάργηση των νορμών εργασίας) έχουν χαρακτήρα πιο ρητό και πιο ριζικό. Υπάρχει λοιπόν στον σύγχρονο κόσμο μια ενότητα του επαναστατικού προτάγματος. Αυτή την ενότητα, μπρούμε να την κάνομε «πιο κατανοητή» δείχνοντας αυτό που είναι ιστορική κληρονομιά και ιστορική συνέχεια, αυτό που είναι ομοιότητα των συνθηκών - ιδιαίτερα στη ζωη και στην εργασία - μέσα στις οποίες το κοινωνικό σύστημα τοποθετεί την εργατική τάξη. Αλλά, ακόμα μια φορά, όσο πρόσφοροι, όσο σημαντικοί κι αν είναι αυτοί οι παράγοντες, δε θα μπορέσουν ποτέ να μας δώσουν το σύνολο των «αναγκαίων και επαρκών όρων» για την παραγωγή του περιεχομένου των «απαντήσεων» του 1871, 1905, 1917, 1915, 1936-1937, 1956 - η για την έλλειψη τέτοιες παραγωγής, σε άλλες περιπτώσεις. Γιάτί αυτό που έχομε εδώ, είναι όχι μια «αντικειμενική» ενότητα, όχι μια ενότητα ως ταυτότητα μιας τάξης «αποτελεσμάτων» που προκύπτουν από μια τάξη «ταυτών αιτιών» - παρά μια ενότητα σε διαμόρφωση, που τώρα γίνεται, ενότητα που κάνει η ίδια τον εαυτό της (και, φυσικά, όχι ακόμα γινομένη): ενότητα κοινωνικο-ιστορικής δημιοργίας.

Χωρίς να θέλω να μειώσω τη σημασία πολλών άλλων πλευρών της ουγγρικής επανάστασης, θα ασχοληθώ ουσιαστικά εδώ με τη σημασία των εργατικών συμβουλίων και με ορισμένους από τούς στόχους και τις διεκδικήσεις τους. Εξετάζοντας αυτό που θεωρώ ως το δυνάμει νόημα των συμβουλίων και των διεκδικήσεών τους, ερμηνεύω: αυτό φυσικά κάνει οποιοσδήποτε μιλάει γι' αυτό το θέμα - η για κάθε άλλο. Ερμηνεύω, λειτουργώντας με τις δικές μου πολιτικές θέσεις και προοπτικές, και με τις ιδέες που μπόρεσα να φτάσω. Ερμηνεύω τα γεγονότα της Ουγγαρίας του 1956, που είναι «ιδιόμορφα» και «ακραία». Παίρνω για γνωστό ότι σ' αυτήν την «ιδιομορφία» σ' αυτό το «ακραίο» είναι που μπορούμε καλύτερα να διακρίνουμε, μέσα από το στρώμα ατμού του συνηθισμένου και του κοινού, τις καθαρές, συμπυκνωμένες, διαβρωτικές δυνάμεις της παρούσας ιστορικής κατάστασης. (Το ίδιο, ο Μαης του '68, στη Γαλλία, υπήρξε «ιδιόμορφος» και «ακραίος» - και εξαιτίας αυτού ήταν οριακή κατάσταση, νέες δυνατότητες αποκαλύφτηκαν, η μάλλον, δημιουργήθηκαν κατά την πορεία των γεγονότων του Μαη, και χάρη σ' αυτά). Τελος, τα γεγονότα της Ουγγαρίας δε διαρκέσανε παρά μόνο μερικές εβδομάδες. Λεω ότι αυτές οι εβδομάδες - όπως και οι λίγες εβδομάδες της Κομμούνας του Παρισιού - δεν έχουν λιγότερη σπουδαιότητα και σημασία για μας απ' όσο τρεις χιλιάδες χρόνια ιστορίας της Αιγύπτου των Φαραό.
Και αν το λέω αυτό, είναι γιατί φρονώ πως ο,τι περικλείουν δυνάμει τα ουγγρικά εργατικά συμβούλια, στο σχηματισμό τους και στούς σκοπούς τους, είναι η καταστροφή των κατά παράδοση, κληρονομημένων και θεσμισμένων κοινωνικών νοημάτων, της πολιτικής εξουσίας, αφ' ένός, και, αφ' ετέρου, της παραγωγής και της εργασίας - δηλαδή το σπέρμα μιας νέας θέσμισης της κοινωνίας. Πράγμα που συνεπάγεται, ιδιαίτερα, ριζική ρήξη με την κληρονομημένη φιλοσοφία όσον αφορά στην πολιτική και την εργασία.
Τα εργατικά συμβούλια γεννήθηκαν σχεδόν παντού, και η επέκτασή τους σ' όλη τη χώρα ήταν υπόθεση λίγων ωρών. Ο χαρακτήρας τους ως προτύπων δεν βγαίνει απ' το ότι ήταν «εργατικά»· δεν εξαρτάται ούτε από την «προλεταριακή σύνθεσή» τους, ούτε απ' το ότι γεννιούνταν μέσα σε «επιχειρήσεις παραγωγής», ούτε ακόμα από τις εξωτερικές όψεις της «μορφής» συμβούλιο ως τέτοιας. Η αποφασιστική σπουδαιότητα έγκειται: α) στην εγκαθίδρυση της άμεσης δημοκρατίας, μ' άλλα λόγια της αληθινής πολιτικής ισότητας (της ισότητας ως προς την εξουσία). β) στο ρίζωμά τους σε συγκεκριμένες συλλογικότητες (που δεν είναι αναγκαίο να είναι μόνον των «εργοστασίων») γ) στα σχετικά αιτήματά τους για αυτοδιαχείριση και για κατάργηση στις νόρμες εργασίας. Σ' αυτά τα τρία σημεία, διαπιστώνουμε μια προσπάθεια να καταργηθεί η καθιδρυμένη διαίρεση της κοινωνίας και η ουσιαστική διάκριση μεταξύ των κύριων τομέων της συλλογικής δραστηριότητας. Διακυβεύεται εδώ, όχι μόνον η διαίρεση σε «τάξεις», αλλά και η διαίρεση σε «διευθύνοντες» και «διευθυνομένους» (που μια μορφή της είναι η διαίρεση σε «αντιπροσώπους» και «αντιπροσωπευομένους»)· η διαίρεση σε χωριστή «κυβέρνηση» η μια στενή «πολιτική» σφαίρα και, απ' την άλλη, στο υπόλοιπο της κοινωνικής ζωής, ιδίως την «εργασία» η την «παραγωγή»· η διαίρεση, τέλος σε άμεσα ενδιαφέρονται και καθημερινές δραστηριότητες, και, απ' την άλλη, σε «γενική πολιτική». Η κατάργηση της διαίρεσης και της ουσιαστικής διάκρισης δεν σημαίνει, φυσικά, την έλευση μιας αδιαφόριστης «ταυτότητας» του καθενός και των πάντων, μιας «ομογενούς» κοινωνίας, κλπ. (Αυτό το δίλημμα: η κοινωνία διηρημένη πάνω στη βάση του ανταγωνισμού, διαχωρισμένη με τον ένα η τον άλλον τρόπο, η καθολική ομοιογένεια και απουσία οποιουδήποτε διαφορισμού, είναι ένα από τα κρυμμένα αξιώματα της κληρονομημένης πολιτικής φιλοσοφίας. Ο Μαρξ το δέχτηκε κι αυτός, έχοντας την γνώμη ότι η κατάργηση της κοινωνικής διαίρεσης, της εξουσίας του Κράτους, της πολιτικής θα είναι αποτέλεσμα της ομοιογένειας της κοινωνίας που δημιουργεί ο καπιταλισμός). Η κατάργηση της διαίρεσης και της διάκρισης εμπεριέχει την αναγνώριση των διαφορών μεταξύ των τομέων της κοινότητας (η άρνησή τούς μέσω αφηρημένων γενικών εννοιών - «πολίτης», «προλετάριος», «καταναλωτής» - δεν κάνει παρά να επιβεβαιώσει τη διάκριση που διαπερνάει κάθε άτομο) και απαιτεί έναν άλλον τύπο άρθρωσης αυτών των τομέων.
 Στην οργάνωση του συμβουλίου, όλες οι αποφάσεις πρέπει κατ' αρχήν να λαμβάνονται, όποτε είναι πρακτικώς δυνατόν, από το σύνολο των ενδιαφερομένων προσώπων, δηλαδή, από τη γενική συνέλευση του «πολιτικού σώματος» (είτε πρόκειται για εργοστάσιο, για διοίκηση, για πανεπιστήμιο η για συνοικία). Μια ομάδα αντιπροσώπων εξασφαλίζει την εφαρμογή των αποφάσεων της γενικής συνέλευσης και τη συνέχεια της διαχείρισης που χωρίζει τις συνόδους της συνέλευσης. Οι αντιπρόσωποι εκλέγονται, και ανακαλούνται διαρκώς (εκτεθειμένοι κάθε στιγμή σε ακαριαία ανάκληση). Αλλά ούτε αυτό το διαρκώς ανακλητό, ούτε και η εκλογή των αντιπροσώπων δεν είναι εδώ αποφασιστικά. Άλλα μέσα (με τη σειρά, εκ περιτροπής) π.χ.) θα μπορούσαν να υπηρετήσουν τούς ίδιους σκοπούς. Το σημαντικό σημείο είναι ότι η εξουσία του αποφασίζειν ανήκει στη γενική συνέλευση, η οποία μπορεί να αναθεωρήσει τις αποφάσεις των αντιπροσώπων, και ότι αυτοί δεν έχουν παρά μια «εξουσία» υπολειματική (residuel) δηλ. που δεν υπάρχει κατ' αρχήν παρά εφόσον η γενική συνέλευση δεν μπορεί να συνεδριάζει 24 ώρες το εικοσιτετράωρο.
Αυτή η εξουσία της γενικής συνέλευσης έχει ως άμεση σημασία την κατάργηση της θεσμισμένης διαίρεσης της κοινωνίας σε «διευθύνοντες» και «διευθυνομένους». Καταργεί ιδίως την επικρατούσα πολιτική φενάκη (που δεν είναι παλαιά, αλλά τυπικώς σύγχρονη), η οποία θέλει τη δημοκρατία ισοδυναμούσα με την αντιπροσώπευση - γι'αυτό εννοούν προφανώς την αντιπροσώπευση διαρκή. Όπου ανάθεση ανέκκλητη (ακόμα και αν είναι τυπικώς χρονικά περιορισμένη) της εξουσίας των «αντιπροσωπευομένων» στούς «αντιπροσώπους», η αντιπροσώπευση είναι μορφή πολιτικής αποξένωσης. Αποφασίζω, σημαίνει αποφασίζω εγώ ο ίδιος, όχι αποφασίζω ποιός θα αποφασίζει. Η νομική μορφή των περιοδικών εκλογών δεν κάνει παρά να συγκαλύπτει αυτήν την απαλλοτρίωση. Δεν είναι ανάγκη να επαναλάβουμε εδώ την πολύ γνωστή κριτική των «εκλογών» στα υφιστάμενα κοινωνικά και πολιτικά συστήματα. Χωρίς άλλο ενδιαφέρει πιο πολύ να υπογραμμίσουμε ένα σημείο που γενικά το παραγνωρίζουν: η «πολιτική» αντιπροσώπευση τείνει να «διαπαιδαγωγήσει» - δηλαδή να ξεδιαπαιδαγωγήσει - τούς ανθρώπους στην πεποίθηση ότι δεν μπορούν να διαχειρίζονται τα προβλήματα της κοινωνίας, ότι υπάρχει μια ειδική κατηγορία ανθρώπων προικισμένων με την ειδικήν ικανότητα να «κυβερνούν». Η διαρκής αντιπροσώπευση πάει μαζί με την «πολιτική ως επάγγελμα». Συντελεί έτσι στην πολιτική απάθεια, κι αυτή, με τη σειρά της, μεγαλώνει μέσα στο πνεύμα των ανθρώπων το χάσμα ανάμεσα στην εκταση και στην πολυπλοκότητα των κοινωνικών προβλημάτων και την ικανότητα να καταπιαστούν μ' αυτά.
Δε χρειάζεται να προσθέσουμε πως ούτε η εξουσία της γενικής συνέλευσης, ούτε το ανακλητό των αντιπροσώπων, ούτε η ευθύνη τους ενώπιον της συνέλευσης, δεν είναι πανάκειες που «εγγυώνται» ότι είναι αδύνατος ένας γραφειοκρατικός η άλλος εκφυλισμός της επανάστασης. Η εξέλιξη των συμβουλίων, και κάθε άλλου αυτόνομου οργανισμού, και η μελλοντική τους τύχη, εξαρτώνται από την αυτο-κινητοποίηση και την αυτο-δραστηριότητα των μαζών, από το τι θα κάμουν η δε θα κάμουν οι άνθρωποι, από την ενεργό συμμετοχή τους στη ζωη των συλλογικών οργάνων, από τη θέλησή τους να ρίχνουν όλο τούς το βάρος σε κάθε στιγμή του processus: συζήτηση, επεξεργασία, απόφαση, εφαρμογή και έλεγχο. Θα ήταν αντίφαση στούς όρους ν' αναζητούμε μια θεσμική μορφή, η οποία με την ισχύ της και μόνο θα εξασφάλιζε αυτή τη συμμετοχή και θα εξανάγκαζε τα άτομα να είναι αυτόνομα, θα τα υποχρέωνε να δείχνουν αυτο-δραστηριότητα. Η μορφή του συμβουλίου - καθώς και οποιαδήποτε παρόμοια μορφή - δεν εγγυάται, και δεν μπορεί να εγγυηθεί, την ανάπτυξη τέτοιες αυτόνομης δραστηριότητας· αλλά την κάνει δυνατή - ενώ οι καθιδρυμένες πολιτικές μορφές - είτε πρόκειται για την «αντιπροσωπευτική δημοκρατία» είτε για την εξουσία, ήτοι την leadership, ενός κόμματος εγγυώνται το αδύνατον μιας τέτοιας ανάπτυξης, και την κάνουν αδύνατη με την ίδια την ύπαρξή τους. Εκείνο που κρίνεται εδώ είναι η «εξάλειψη του επαγγελματισμού» στην πολιτική, η κατάργησή της ως ειδικής και χωριστής σφαίρας δραστηριότητας και αρμοδιότητας· και είναι, αντίστοιχα, η καθολική πολιτικοποίηση της κοινωνίας που σημαίνει απλώς ότι οι υποθέσεις της κοινωνίας είναι στην πράξη και όχι στα λόγια, υπόθεση όλων. (Το ακριβώς αντίθετο του ορισμού της δικαιοσύνης που δίνει ο Πλάτων: Τα σεαυτού πράττειν και μη πολυπραγμονείν: να κοιτάζεις τη δουλειά σου και να μη γυρεύεις μπελάδες με το ν' ανακατεύεσαι μ' ένα σωρό πράγματα).
  Μια επαναστατική φάση αρχινάει αναγκαστικά με μιάν έξαρση της αυτόνομης δραστηριότητας των ανθρώπων· αν ξεπεράσει το στάδιο της «εξέγερσης» η του «επαναστατικού επεισοδίου», οδηγεί στη δημιουργία αυτόνομων οργάνων των μαζών. Δράση, πάθος, αυταπάρνηση, «αυτοθυσία», όλα τούτα εκφράζονται αφειδώς· βρισκόμαστε μπροστά σε μια έκτακτη ανάλωση ενέργειας. Τα άτομα ενδιαφέρονται τώρα ενεργά για τα δημόσια πράγματα σα να επρόκειτο για δικές τους υποθέσεις - και είναι στ' αλήθεια δικές τους. Η επανάσταση εκδηλώνεται έτσι στην κοινωνία ως αποκάλυψη της ίδιας της απωθημένης αλήθειας της. Αυτό το ξετύλιγμα συνοδεύεται, από άθλους και επιτεύγματα, απίστευτα, σχεδόν θαυμαστά, σε κοινωνική πολιτική, πρακτική και τεχνική έμπνευση και ανακάλυψη. (Η ουγγρική Επανάσταση μας δίνει ακόμα το θάρρος και το ταλέντο με τα οποία τα ουγγρικά εργατικά συμβούλια συνέχισαν να πολεμούν τον Καντάρ περισσότερο από ένα μήνα μετά τη δεύτερη εισβολή και ολοκληρωτική καταληψη της χώρας από έναν τεράστιο ρωσικό στρατό).
 Η επιδίωξη και η κατοπινή ανάπτυξη της αυτόνομης δραστηριότητας του λαού εξαρτώνται και αυτές από το χαρακτήρα και την ευρύτητα της εξουσίας των μαζικών οργάνων, από την σχέση μεταξύ των ζητημάτων που εξετάζουμε και της συγκεκριμένης ύπαρξης των ανθρώπων, και από τη διαφορά που φέρνουν η όχι στη ζωη τους οι αποφάσεις που πάρθηκαν. (Μ' αυτήν την έννοια το κύριο πρόβλημα της μετεπαναστατικής κοινωνίας είναι η δημιουργία θεσμών που θα επιτρέπουν την επιδίωξη και την ανάπτυξη αυτής της αυτόνομης δραστηριότητας χωρίς να απαιτούν γι' αυτό ηρωισμούς 24 ώρες το εικοσιτετράωρο). Όσο περισσότερο κατανοούν με την πραγματική τους πείρα τα άτομα ότι η καθημερινή τους ύπαρξη εξαρτάται αποφασιστικά από την ενεργό συμμετοχή στην άσκηση της εξουσίας, τόσο περισσότερο θα επιδιωκουν να μετέχουν σ' αυτήν την άσκηση. Η ανάπτυξη της αυτο-δραστηριότητας τρέφεται από την ίδια της την ουσία. Αντίθετα, κάθε περιορισμός της εξουσίας των μαζικών αυτόνομων οργάνων, κάθε απόπειρα να μεταβιβαστεί ένα «μέρος» αυτής της εξουσίας σε άλλους φορείς (κοινοβούλιο, «κόμμα» κλπ) δεν μπορεί παρά να ευνοεί την αντίθετη κίνηση προς μια μικρότερη συμμετοχή, την ατονία του ενδιαφέροντος για τις υποθέσεις της κοινότητας και τέλος, την απάθεια. Η γραφειοκρατικοποίηση αρχίζει ότι οι αποφάσεις που αφορούν στις κοινές υποθέσεις ξεφεύγουν από την αρμοδιότητα των μαζικών οργάνων, και με διάφορες δικαιολογίες αναθέτονται σε ειδικά όργανα. Αν αφήσουμε να συντελεστεί αυτή η μεταβίβαση, η λαϊκή συμμετοχή και η δραστηριότητα των μαζικών οργάνων θα εξασθενήσουν αναπόφευκτα. Το κενό που θα προκύψει έτσι, θα το καταλάβουν γραφειοκρατικοί φορείς όλο και περισσότεροι, που «δουλειά τους θα είναι» να παίρνουν αποφάσεις για όλο και περισσότερα ζητήματα. Και οι άνθρωποι θα καταλήξουν να εγκαταλείψουν τα μαζικά όργανα, όπου για τίποτε σημαντικό πλέον δεν παίρνεται απόφαση, και θα ξαναγυρίσουν σ' εκείνη την κατάσταση κυνικής αδιαφορίας για την «πολιτική», που δεν είναι μόνο ένα χαρακτηριστικό των σημερινών κοινωνιών παρά ο ίδιος ο όρος της ύπαρξής τους. Τοτε, κοινωνιολόγοι και φιλόσοφοι θ' ανακαλύψουν σ' αυτήν την «αδιαφορία» την «εξήγηση» και την «δικαίωση» της γραφειοκρατίας (είναι ανάγκη, στο κάτω της γραφής, κάποιος να φροντίζει για τα κοινά)12.
  Η συγκεκριμένη ζωη, λοιπόν, και η καθημερινή ύπαρξη των ανθρώπων εξαρτώνται αξεχώριστα και από το τι γίνεται στο «γενικό» κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο και από το τι επισυμβαίνει στην ιδιαίτερη ομάδα όπου ανήκουν και στις ειδικές δραστηριότητες στις οποίες μετέχουν. Η διάκριση και ο ανταγωνισμός αυτών των δυο σφαιρών είναι μία από τις ουσιαστικές εκφράσεις της διάκρισης και της αλλοτρίωσης μέσα στη σημερινή κοινωνία. Σ' αυτό έγκειται η σημασία του αιτήματος για αυτοδιεύθυνση των εργατικών συμβουλίων σ' όλους τούς τομείς της εθνικής ζωής. Μια «συμμετοχή» στην γενική πολιτικήν εξουσία που αφήνει του ανθρώπους χωρίς εξουσία στο άμεσό τους περιβάλλον και στη διαχείριση των συγκεκριμένων δραστηριοτήτων τους είναι προφανώς φενάκη. Το ίδιο ισχύει και για μια «συμμετοχή» η μιάν «αυτοδιαχείριση» που περιορίζεται, π.χ. στην επιχείριση, και εγκαταλείπει τη «γενική πολιτική εξουσία» σ' ένα ξεχωριστό στρώμα. Εκείνο που συνεπάγονται οι διεκδικήσεις των ουγγρικών εργατικών συμβουλίων, είναι η υπέρβαση αυτής της διάκρισης κι αυτής της αντίθεσης: οι άνθρωποι να διευθύνουν τις συγκεκριμένες ομάδες, στις οποίες ανήκουν - όχι μόνο μέσα στα «εργοστάσια», αλλά «σε όλους τούς τομείς της κοινωνικής ζωής»· και να μετέχουν στην πολιτικήν εξουσία, όχι μ' ένα άλλο αποφόρι - σαν «πολίτες» που ψηφίζουν κλπ. αλλά ακριβώς μέσω των διευθυντικών οργάνων, που είναι η άμεση έκφρασή τους, δηλαδή, των συμβουλίων13. Έτσι εξαφανίζεται το αφηρημένο δίλημμα διαίρεση / ομοιομορφία της κοινωνίας· έτσι πορευόμαστε προς έναν τρόπο συναρμογής μεταξύ της συνολικής κοινωνίας και των ιδιαίτερων τμημάτων που την αποτελούν.
Είναι έτσι δύνατον να αποκαλύψουμε, ανεξάρτητα από κάθε άλλη θεώρηση, τη φενάκη που κρύβουν τα γιουγκοσλαβικά «εργατικά συμβούλια» και η «αυτοδιαχείρισή τους των επιχειρήσεων». Δεν μπορούν να έχουν «αυτοδιαχείριση των επιχειρήσεων» αν υπάρχουν χωριστά ένας κρατικός μηχανισμός και μια κρατική εξουσία. Ακόμα και μέσα στη στενή περιοχή της «αυτοδιαχείρισης της επιχείρησης» οι πρωτοβουλίες και οι δραστηριότητες των εργατών δεν μπορεί παρά να παραλύουν και, τέλος, να εκμηδενίζονται, αν είναι υποχρεωμένες να περιορίζονται σε μερικά δευτερεύοντα σημεία, που αφορούν στη λειτουργία του εργοστασίου (και ουσιαστικά, στην αύξηση της παραγωγής του). Εν τω μεταξύ, η «Ένωση γιουγκοσλάβων κομμουνιστών» διατηρεί όλη την εξουσία σ' όλους τούς σημαντικούς τομείς, και έτσι, τελικά και σ' ο,τι γίνεται μέσα στα ίδια τα εργοστάσια. Αντίστοιχα, είναι εξίσου δυνατόν να καταλάβουμε γιατί η εξουσία των συμβουλίων, η άλλων αναλόγων οργάνων (π.χ. των Σοβιετ στη Ρωσία μετά τον Οκτώβριο του 1917) δεν μπορεί παρά να γίνει γρήγορα μια μορφή κενή, αν την περιορίσουμε μόνο στα «πολιτικά» ζητήματα με τη στενή και τρέχουσα σημασία της λέξης. (Αυτή ήταν η γραμμή που εγκωμίαζε ο Λενιν στο χαρτί, όταν μιλούσε για «εξουσία των Σοβιέτ»· στην πραγματικότητα έκαμε ο,τι μπορούσε για να πάρει το μπολσεβικικό κόμμα όλη την εξουσία - και το πέτυχε). Γιατί τότε επανεισάγουμε και επανακαταφάσκουμε τη διαίρεση ανάμεσα σε μια σφαίρα «πολιτική» με την πατροπαράδοτη έννοια και στη συγκεκριμένη ύπαρξη των ανθρώπων. Αν συμβούλια η Σοβιέτ καλούνται μόνο και μόνο να ψηφίζουν νόμους και διατάγματα, να διορίζουν τούς κομμισάριους, δεν έχουν παρά το αφηρημένο φάντασμα της εξουσίας, ξεκομμένα έτσι από την καθημερινή ζωη και από την εργασία του λαού, όλο και πιο μακριά από τα ενδιαφέροντα και τις ασχολίες των συγκεκριμένων ομάδδων, κοιτάζοντας (η μάλλον νομίζοντας πως κοιτάζουν) τα μακρινά και γενικά κυβερνητικά προβλήματα, τα Σοβιέτ ήταν καταδικασμένα να γίνουν γρήγορα, στα μάτια του λαού (και τούτο, και αν ακόμα το μπολσεβικικό κόμμα δεν τα εξουσίαζε και δεν τα χειραγωγούσε) απλά «επίσημα όργανα» ανάμεσα σε άλλα, που δεν του ανήκουν και δε νοιάζονται για τις δικές τους έγνοιες14.

Αν μιλώ για «αυτόνομα» μαζικά όργανα, δεν είναι μόνον επειδή, π.χ., δεν υπακούουν σε άτομα, σε κόμματα η σε «κυβέρνηση». Τα ονομάζω έτσι διότι και καθόσον δεν δέχονται την καθιδρυμένη θέσμιση της κοινωνίας. Αυτό σημαίνει, ειδικότερα: πρώτον ότι αρνούνται κάθε νομιμότητα σε μια εξουσία που δεν πηγάζει απ' αυτά τα ίδια· και δεύτερον, ότι αποκρούουν στούς κόλπους τους τη διαίρεση ανάμεσα σ' εκείνους που αποφασίζουν και σ' εκείνους που εκτελούν. Το πρώτο σημείο δε συνεπάγεται μόνο ότι δημιουργούν μια κατάσταση «δυαδικής εξουσίας» η ακόμα ότι τείνουν να αναλάβουν όλη την εξουσία· αλλά ότι τα αυτόνομα όργανα θέτουν τα ίδια τον εαυτό τους ως τη μόνη νόμιμη πηγή αποφάσεων, κανόνων, ρυθμίσεων και νόμων, δηλ. ως όργανα και ενσαρκώσεις μιας νέας θέσμισης της κοινωνίας. Το δεύτερο σημείο συνεπάγεται ότι καταργούν με τις πράξεις τους τη διαίρεση ανάμεσα σε «σφαίρα της πολιτικής» η της «κυβέρνησης», και «σφαίρα της καθημερινής ζωής», ως ουσιαστικά χωριστές και ανταγωνιστικές - ότι καταργούν, μ' άλλα λόγια την διαίρεση ανάμεσα στούς ειδικούς του γενικού, και στούς ειδικούς των εξορύξεων, των γεωτρήσεων, της μολυβδουργίας, της γεωργίας κλπ. Πράγματι, αυτό το δεύτερο σημείο είναι η συγκεκριμένη εφαρμογή του πρώτου στον άμεσα πιο σημαντικό τομέα. Γιατί, εδώ και χιλιάδες χρόνια, η θεσμιση των «ιστορικών» κοινωνιών στον τομέα της πολιτικής - καθώς επίσης και το πυρηνικό σχήμα της θέσμισης των κοινωνικών σχέσεων σ' όλους τούς άλλους τομείς - υπήρξε η θέσμιση μιας ιεραρχίας, αναμεσα στούς ανθρώπους. Αυτή η θεσμιση υπήρξε, ταυτόχρονα και αξεχώριστα, θέσμιση «πραγματική υλική» - ενσαρκωμένη σε κοινωνικά πλέγματα και ατομικές θέσεις, εγγεγραμμένη σε ιδιοκτησίες, προνόμια, δικαιώματα, «σφαίρες αρμοδιότητας», εργαλεία και όπλα - και θέσμιση μιας κοινωνικής φαντασιακής σημασίας - η μάλλον ενός μάγματος από κοινωνικές φαντασιακές σημασίες, που ο πυρήνας του διαφέρει κατά τις κοινωνίες - δυνάμει της οποίας οι ανθρωποι ορίζονται, νοούνται και «δρουν» αμοιβαίως και για τον εαυτό τους, ως «ανώτεροι» και «κατώτεροι» σύμφωνα με μια η περισσότερες σχέσεις κατάταξης κοινωνικά θεσμισμένες. Η εσωτερική παραδοχή (interiorisation) από τον καθέναν χωριστά και από όλους αυτού του διατακτικού ιεραρχίας, και ακόμα: η αδυναμία, σχεδόν, για κάθε άτομο να σκεφτεί τον εαυτό του και τούς άλλους, ήτοι να υπάρξει κοινωνικά και ψυχολογικά, χωρίς να τοποθετήσει τον εαυτό του σ' ένα οποιοδήποτε σημείο (έστω και το κατώτερο) αυτής της ιεραρχίας, υπήρξε και παραμένει ακρογωνιαίος λίθος της θέσμισης των «ιστορικών» κοινωνιών. Ο σύγχρονος γραφειοκρατικός καπιταλισμός τείνει να ωθήσει ως τα άκρα την ιεραρχική οργάνωση και να της δώσει την καθολικότερη μορφή της και την καθαρότερη έκφρασή της, θέτοντάς την ως την κατ'εκοχήν «ορθολογική» οργάνωση15. Η ιεραρχική και πυραμιδοειδής κοινωνία, αντικαθιστά την κατά παράδοση διμερή σύνθεση της καπιταλιστικής κοινωνίας σε δυο κύριες τάξεις την έχει πλήρως αντικαταστήσει εδώ και περισσότερο από πενήντα χρόνια στη Ρωσία, και ένα τέταρτο του αιώνα στην ανατολική Ευρώπη και στην Κινα. Αυτή είναι η δεσπόζουσα μορφή των σχέσεων εκμετάλλευσης και καταπίεσης στο σύγχρονο κόσμο16.
Αυτή τη δομή, και τις συμφυείς της σημασίες, τις αρνούνται και τις ανατρέπουν οι οργανώσεις του τύπου «συμβούλιο». Μολις όλοι οι ενδιαφερόμενοι ιδούν τον εαυτό τους περιβεβλημένον με την εξουσία - αμέσως καταστρέφεται η ιεραρχική δομή, και καταργείται η διαίρεση ανάμεσα σ' αυτούς που διευθύνουν και σ' εκείνους που τούς περιορίζουν σε εκτελεστικά καθήκοντα. Αυτή η απόδοση της εξουσίας στον καθένα υλοποιεί λοιπόν την πλήρη πολιτικην ισότητα. Οι αποφάσεις δεν παίρνονται ούτε από ειδικούς των ειδικοτήτων ούτε από ειδικούς του γενικού. Παίρνονται από την κοινότητα αυτών που είναι να τις εκτελέσουν - και που είναι, γι' αυτό το λόγο ακριβώς, στην καλύτερη δυνατή θέση να κρίνουν όχι μόνο την αφηρημένη «άριστη προσφορότητα» των μέσων ως προς τούς σκοπούς, αλλά και τούς συγκεκριμένους όρους αυτής της εκτελεσης και, πάνω απ' όλα, το πραγματικό κόστος: τον κόπο τους, την εργασία τους. Αυτό συνεπάγεται, στη σφαίρα της παραγωγής π.χ., ότι οι αποφάσεις για θέματα που αφορούν έναν ιδιαίτερο τόπο εργασίας - ας πούμε ένα τμήμα εργοστασίου - και δεν έχουν επιπτώσεις στις δραστηριότητες άλλων τμημάτων, πρέπει να παίρνονται από τούς εργαζομένους στο τμήμα αυτό. Το ίδιο, οι αποφάσεις για θέματα που αφορούν περισσότερα τμήματα, η ένα διαμέρισμα, πρέπει να παίρνονται άπό τούς εργαζομένους σ' αυτά τα τμήματα η σ' αυτό το διαμέρισμα· και οι αποφάσεις που αφορούν το εργοστάσιο στο σύνολό του, από τη γενική Συνέλευση των εργαζομένων του εργοστασίου, η από τούς εκλεγμένους και ανακλητούς αντιπροσώπους των. Έτσι, οι κυρίως ενδιαφερόμενοι μπορούν, μέσα σε ελάχιστο χρόνο και με ελάχιστο κόστος, να εκτιμήσουν αν οι αποφάσεις που πάρθηκαν είναι εκείνες που έπρεπε, αν είναι σωστές η όχι. Έτσι επίσης μπορεί να αρχίσει να δημιουργείται μια εμπειρία τόσο ως προς τα θέματα αυτά όσο και για την πραγματική άσκηση της άμεσης δημοκρατίας. Αυτό αποτελεί μιάν άλλη διευκρίνιση αυτού που ονομάζω άρθρωση (articulation). «Καμιά φορολογία χωρίς βουλή»: αυτό το σύνθημα της γεννώμενης αστικής τάξης έναντι της μοναρχίας εκφράζει τέλεια και βαθιά το πνεύμα και τις δομές του κόσμου που η αστική τάξη δημιουργούσε τότε στην κλασική της χώρα. Καμιά εκτέλεση χωρίς ίση συμμετοχή όλων στην απόφαση, αυτό είναι μια από τις βασικές αρχές μιας αυτοδιοικούμενης κοινωνίας, που βγαίνει άμεσα από τις διεκδικήσεις και τη δραστηριότητα των ούγγρων εργατών.  Η κατάργηση της διαίρεσης και του ανταγωνισμού μεταξύ ειδικών και μη ειδικών δεν σημαίνει προφανώς την εξαφάνιση της διαφοράς τους. Η αυτοδιοίκηση δεν αξιώνει να παραγνωρίζουμε, να μη λογαριάζουμε καθόλου την «αρμοδιότητα» και την ειδικευμένη «γνώση», παντού όπου υπάρχουν και έχουν νόημα. Εντελώς το αντίθετο. (Στην πραγματικότητα, στη σημερινή κοινωνική δομή είναι που δεν τις υπολογίζουν, και οι αποφάσεις που παίρνονται, εξαρτώνται πρώτα πρώτα από τη διαμάχη ανάμεσα στις κλίκες και τις φατρίες, που η κάθε μια τούς χρησιμοποιεί τούς «δικούς της» ειδικούς για σκοπούς δικαιολογίας και κάλυψης). Οι ειδικοί δεν εξαλείφονται ως τέτοιοι. Για να περιοριστούμε στην περίπτωση του εργοστασίου, τεχνικοί, μηχανικοί, λογιστές κλπ. ανήκουν στην κοινότητα· μπορούν και πρέπει να ακούγονται και ως μέλη της κοινότητας και ως κάτοχοι ειδικής τεχνικής ικανότητας. Μια γενική συνέλευση είναι απολύτως σε θέση ν' ακούσει ένα μηχανικό που της λέει: «Αν θέλετε το Α οι μόνοι τρόποι που ξέρω για να το κατασκευάσετε είναι ο Χ και ο Ψ· και σας υπενθυμίζω ότι η εκλογή του Χ θα έχει ως συνεπακόλουθο το Ω, η εκλογή του Ψ θα έχει ως συνεπακόλουθα [τα] Τ και Φ». Όμως στη συνέλευση, και όχι στο μηχανικό, απόκειται να αποφασίσει να κατασκευάσει η να μην κατασκευάσει το Α, και να διαλέξει ανάμεσα στο Χ και στο Ψ. Ασφαλώς, ενδεχόμενο να απατάται. Μα θα της ήταν δυσκολο ν' απατηθεί πιο πολύ απ' όσο, π.χ., η Panamerican Airways, της οποίας η διεύθυνση, στηριζόμενη στην πραγματογνωμοσύνη εκατοντάδων τεχνικών, στατιστικών, θεωρητικών των πληροφοριών, οικονομομέτρων, ειδικών της οικονομίας των μεταφορών, κλπ, αρκέστηκε να πάρει ως ισχύουσα και για το μέλλον την καμπύλη της ζήτησης αεροπορικών μεταφορών του 1960 - σφάλμα που δε θα το έκανε ένας πρωτοετής φοιτητής μέσης διανοητικότητας - για να καταλήξει σε μια σχεδόν χρεωκοπία, από την οποία χρειάστηκε να τη σώσει η αμερικανική κυβέρνηση.
Εκείνο που κρίνεται εδώ, είναι κάτι πολύ περισσότερο από τις κατά παράδοση διατυπώσεις για τα όρια κάθε αρμοδιότητας η τεχνικής και ειδικής γνώσης, που στηρίζονται στη διάκριση μεταξύ «μέσων» και «σκοπών» (ομολογη, λίγο πολύ, με τη διάκριση μεταξύ των «αξιών», απ' τη μια μεριά, και των ουδέτερων η «ελεύθερων» από αξίες «οργάνων» από την άλλη). Παρόμοια διάκριση είναι αφαίρεση, και έχει κάποιαν αξία μόνο σε επί μέρους και συνηθισμένους τομείς, πέρα από τούς οποίους γίνεται απατηλή. Δε λέμε ότι οι άνθρωποι πρέπει να αποφασίζουν τι να κάμουν. Λεμε: αφού ακούσουν τούς τεχνικούς, οι άνθρωποι αποφασίζουν τι να κάμουν και πως να το κάμουν. Γιατί το «πως» δεν είναι ουδέτερο, ούτε το «τι» άσαρκο πνεύμα. «Τι» και «πως» ούτε ταυτίζονται, ούτε το ένα είναι έξω απ' το άλλο. Μια τεχνική «ουδέτερη» είναι ασφαλώς αυταπάτη. Μια αλυσίδα συναρμολόγησης συνδέεται μ' έναν τύπο παραγωγής και με έναν τύπο παραγωγού - και αντιστρόφως17. Το αίτημα των ουγγρικών εργατικών συμβουλίων να καταργηθούν οι νόρμες εργασίας, εκτός αν αποφασίσουν το αντίθετο οι ίδιοι οι εργαζόμενοι, μας επιτρέπει να ιδούμε αυτό το πρόβλημα από μιάν άλλην οπτική γωνία και με τρόπο πιο συγκεκριμένο - ενώ ταυτόχρονα φέρνει εν σπέρματι μια καινούργια αντίληψη για την εργασία, τον άνθρωπο και τις σχέσεις τους. Αν, αφού αποφασίσουμε τι θα κάνουμε, πάρουμε ως δεδομένα τα διάφορα τεχνικά «μέσα», - μηχανήματα, υλικά, κλπ - τότε και η ίδια η ζωντανή εργασία φαίνεται να είναι απλώς ένα μέσο αναμεσα στ' άλλα, που πρέπει να το χρησιμοποιήσουμε πιο «ορθολογικά» και πιο «αποτελεσματικά». Φαίνεται αυτονόητο ότι το «πως» αυτής της χρησιμοποίησης πηγάζει από την αρμοδιότητα των ενδιαφερομένων τεχνικών, στούς οποίους απόκειται να καθορίσουν «τον μόνο καλόν τρόπο» να γίνει η εργασία, καθώς και τον χρόνο που της παρέχεται. Γνωρίζουμε τον παραλογισμό των αποτελεσματων που προκύπτουν και τη διαρκη σύγκρουση που εισάγεται έτσι στη διαδικασία της εργασίας. Αλλά δε σκοπεύουμε να κάνουμε εδώ την κριτική του ανορθολογικού χαρακτήρα του τεϋλορισμού και της καπιταλιστικής (και «σοσιαλιστικής») «ορθολόγησης» (rationalisation) της διαδικασίας της εργασίας. Και η αξίωση να καταργηθούν οι νόρμες εργασίας δεν είναι πια απλώς ένα μέσο για τούς εργάτες να προστατέψουν τον εαυτό τους εναντίον της εκμεταλλευσης, της επιτάχυνσης των ρυθμών, κλπ. Αυτή η διεκδίκηση φέρνει και στοιχεία θετικά υψίστης σπουδαιότητας. Σημαίνει ότι αυτοί που είναι επιφορτισμένοι να βγάλουν πέρα μια εργασία, είναι εκείνοι που έχουν το δικαίωμα να αποφασίζουν για το ρυθμό της εργασίας. Αυτός ο ρυθμός, θεωρούμενος «ορθολογικός», μέσα στο καπιταλιστικό πλαίσιο, ως μια από τις στιγμές της εκτέλεσης μιας απόφασης, ως μέρος των «μέσων» δεν είναι φυσικά καθόλου έτσι: είναι ουσιαστική διάσταση της ζωής του εργάτη στην εργασία, δηλαδή της ζωής του μ' ένα λόγο. Και οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να αντισταθούν στην εκμετάλλευση χωρίς να κάνουν κάτι θετικό σχετικά με την ίδια την παραγωγή. Αν οι επιβεβλημένες έξωθεν νόρμες καταργηθούν, πάλι θα είναι ανάγκη να κανονιστεί, με τον ένα η τον άλλο τρόπο, ο ρυθμός της εργασίας, αφού ο χαρακτήρας της συγχρονης παραγωγής είναι συλλογικός, συνεργατικός. Το μόνο νοητό όργανο που μπορεί να υπαγορεύσει αυτούς τούς κανόνες είναι τότε η κοινότητα των ίδιων των εργαζομένων. Οι ομάδες εργατών και οι κοινότητες του τμήματος, του διαμερίσματος, του εργοστασίου είναι που θα εγκαθιδρύσουν τη δική τους την πειθαρχία και θα εξασφαλίσουν το σεβασμό της (όπως άλλωστε το κάνουν κι όλας σήμερα, άτυπα και «μη-νόμιμα»). Πράγμα που συνεπάγεται την κατηγορηματική απόκρουση της ιδέας ότι «ο άνθρωπος προσπαθεί ν' αποφεύγει την εργασία[...]. Ο άνθρωπος είναι ζώο οκνηρό» (Τρότσκι: Τρομοκρατία και Κομμουνισμός) και ότι η πειθαρχία στην εργασία δεν είναι παρά αποτέλεσμα εξωτερικού καταναγκασμού και οικονομικών κινήτρων. Στα εκμεταλλευτικά συστήματα, δεν είναι η καταναγκαστική οργάνωση της εργασίας που αποτελεί απάντηση στην «ανθρώπινη οκνηρία» - αλλά αυτή η «οκνηρία» φυσική και κατανοητή απάντηση στην εκμετάλλευση και στην απαλλοτρίωση της εργασίας18.  Μπορούμε επίσης να διακρίνουμε σε μιάν άλλη σειρά σχέσεων τον εμβρυακό χαρακτήρα των διεκδικήσεων όσον αφορά στην αυτοδιοίκηση και την κατάργηση στις νόρμες. Μια και δεχτούμε την αρχή της εξουσίας των ενδιαφερομένων πάνω στις δικές τους τις δραστηριότητες και την απόρριψη της διάκρισης μεταξύ «μέσων» και «σκοπών», δεν μπορούμε να θεωρούμε ως δεδομένα εξοπλισμούς, εργαλεία και μηχανές· δεν μπορεί πια να υπάρχει θέμα να επιβάλλονται αυτά τα όργανα πάνω σ' αυτούς που τα χρησιμοποιούν από τούς μηχανικούς, τούς τεχνικούς κλπ, οι οποίοι θα τα έβλεπαν αποκλειστικά με το σκοπό να «αυξηθεί η αποδοτικότητα της παραγωγής», πράγμα που, στ' αλήθεια, πάει να πει: να μεγαλώσει ακόμα πιο πολύ η κυριαρχία του σύμπαντος των μηχανών πάνω στούς ανθρώπους. Μια ριζική αλλαγή στις σχέσεις των εργαζομένων με την εργασία τους συνεπάγεται ριζική αλλαγή στη φύση των οργάνων παραγωγής. Πρώτα πρώτα υπονοεί ότι η άποψη αυτών που τα χρησιμοποιούν αυτά τα όργανα είναι αυτή που υπερισχύει στο processus της σύλληψης και της κατασκευής τους. Ένας σοσιαλισμός της αλυσίδας συναρμολόγησης θα ήταν φενάκη στούς όρους, αν δεν ήταν μια απαίσια φενάκη. Πρέπει να προσαρμόζουμε τη μηχανή στον άνθρωπο, και όχι τον άνθρωπο στη μηχανή. Αυτό οδηγεί προφανώς στην αποβολή των βασικών χαρακτηριστικών της σημερινής τεχνολογίας - αποβολή που απαιτεί επίσης και τις αναγκαίες αλλαγές στη φύση των τελικών προϊόντων της βιομηχανίας. Στη σημερινή μηχανή αντιστοιχεί το σημερινό χαμηλής ποιότητας προϊόν, κι αύτο το χαμηλής ποιότητας προϊόν απαιτεί αυτόν τον τύπο μηχανής. Και τα δυο συνεπάγονται και τείνουν να αναπαράγουν έναν ορισμένον τύπο ανθρώπου.

Είναι προφανές ότι προβλήματα πολλά, και καθόλου συνηθισμένα, ανακύπτουν σ' αυτήν την πορεία. Αλλά, όσο μακριά κι αν μπορεί να βλέπει κανείς, τίποτε δεν τα κάνει ανυπέρβλητα. Εν πάση περιπτώσει, δεν είναι περισσότερο ανυπέρβλητα απ' όσο αυτά που γεννάει κάθε μέρα η σημερινή ανταγωνιστική θέσμιση της κοινωνίας. Αν, π.χ., οι ομάδες εργατών ορίζουν για τον εαυτό τους το ρυθμό εργασίας τους, εμφανίζεται το πρόβλημα και της «ισότητας» των ρυθμών μεταξύ των διαφόρων ομάδων - μ' άλλα λόγια, της δικαιοσύνης, και της ένταξης των διαφόρων αυτών ρυθμών στη συνολική διαδικασία της παραγωγής. Αυτά τα δυο προβλήματα υφίστανται σήμερα, και στην πραγματικότητα, δεν έχουν «λυθεί». Θα είναι σημαντική πρόοδος όταν διατυπωθούν και συζητηθούν ανοιχτά. Και είναι πιθανον ότι όχι μόνον ιδέες ισότητας, αλλά και η αλληλεξάρτηση των διαφόρων σταδίων της διαδικασίας της εργασίας (καθώς και, σε μια βαθμίδα που σύντομα θα ακολουθήσει, η εναλλαγή των ατόμων μεταξύ τμημάτων, υπηρεσιών κλπ.) θα οδηγήσουν την κοινότητα των εργαζομένων να μην ανέχεται ομάδες που θα είχαν την τάση να κάνουν τη ζωη τους πολύ εύκολη. Με ανάλογον τρόπο, η κατασκευή των μηχανών σύμφωνα με την άποψη αυτών που τις χρησιμοποιούν θα απαιτούσε στενή και μόνιμη συνεργασία μεταξύ αυτών και των εργατών που κατασκευάζουν τις μηχανές. Γενικότερα, μια συλλογική οργάνωση της παραγωγής - και όλων των άλλων κοινωνικών δραστηριοτήτων - συνεπάγεται φυσικά ένα μεγάλο βαθμό κοινωνικής ευθύνης και αμοιβαίου ελέγχου. Θα πρέπει οι διάφοροι τομείς της κοινότητας να συμπεριφέρονται κατά τρόπον υπεύθυνο και να δέχονται να παίζουν το ρόλο τους στην άσκηση του αμοιβαίου ελέγχου. Μια πλατιά και διαρκής δημόσια συζήτηση των κοινών προβλημάτων, καθώς και η δημιουργία δικτύων αντιπροσώπων των οργανώσεων βάσης, φαίνεται, προφανώς, να είναι τα ενδεδειγμένα όργανα και φορείς για τον συντονισμό των κοινωνικών δραστηριοτήτων.
Δεν είναι εδώ η θέση να συζητήσουμε τα ακόμα πιο γενικά, πιο σημαντικά και πιο δύσκολα προβλήματα που θα αντιμετωπίσει μια κοινωνία, κολλεκτιβική, κοινοτική, σχετικά, π.χ., με την ολοκλήρωση και τον προσανατολισμό της «συνολικής οικονομίας» - η των άλλων κοινωνικών δραστηριοτήτων - με την αλληλεξάρτησή τους, με τον γενικό προσανατολισμό της κοινωνίας, και ούτω καθεξής. Πράγματι, όπως προσπάθησα να το υπογραμμίσω εδώ και πολύν καιρό, το καίρο πρόβλημα μιας μετεπαναστικής κοινωνίας δεν είναι το πρόβλημα της «διαχείρισης της παραγωγής» ούτε της οργάνωσης της οικονομίας. Είναι το κυρίως πολιτικό πρόβλημα - αυτό που θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε το αρνητικό του προβλήματος του Κράτους: ήτοι, η ικανότητα της κοινωνίας να εγκαθιδρύσει και να διατηρήσει την ρητή και συγκεκριμένην ενότητά της χωρίς ένα χωριστό και σχετικά αυτόνομο όργανο - ο μηχανισμός του Κράτους - να έχει αναλάβει αυτό το «καθήκον». Αυτό το πρόβλημα - κάνουμε μια παρένθεση - ο κλασικός μαρξισμός και ο ίδιος ο Μαρξ πράγματι το αγνόησαν. Μαζί με την ιδέα της αναγκαιότητας της καταστροφής του Κράτους, ως διακεκριμένου και οιωνεί αυτονομου μηχανισμού, δεν έλαβαν θετικά υπόψη και το πολιτικό πρόβλημα. Το πρόβλημα, μάλλον το «εξαφάνισαν» (μυθικά, εννοείται) μέσα στην προοπτική της έκδηλης, «υλικής» ενοποίησης και ομοιομορφίας, που η ανάπτυξη του καπιταλισμού θα γεννούσε δήθεν στην κοινωνία. Η «πολιτική» για τον Μαρξ, τον Λενιν κλπ, είναι η πάλη, εναντίον της αστικής τάξης, η συμμαχία με τις άλλες τάξεις κλπ, με λίγα λόγια, η εξαφάνιση των «υπολοίπων του παλαιού κόσμου». Δεν είναι η θετική θέσμιση και οργάνωση του καινούργιου κόσμου. Για τον Μαρξ, σε μια κοινωνία 100% προλεταριακή, δε θα υπήρχε και δε θα μπορούσε να υπάρξει πολιτικό πρόβλημα (εδώ βρίσκεται μια απόι τις σημασίες της άρνησής του να προπαρασκευάσει «συνταγές για τις σοσιαλιστικές κουζίνες του μέλλοντος»). Αυτό το χαρακτηριστικό έχει τις ρίζες του βαθιά μέσα στην φιλοσοφία του της ιστορίας: σοσιαλισμός η βαρβαρότητα, ίσως· άλλά αν δεν έχουμε βαρβαρότητα, τότε έχουμε σοσιαλισμό - και ο σοσιαλισμός είναι προσδιορισμένος. Η ειρωνία της ιστορίας θέλησε η πρώτη νικηφόρα επανάσταση να γίνει σε μια χώρα όπου ο πληθυσμός, είναι το λιγότερο που μπορούμε να πούμε, δεν έγινε «ενιαίος και πειθαρχημένος από την ίδια τη διαδικασία της καπιταλιστικής παραγωγής». Και πέφτει στο μπολσεβικικό κόμμα και στην ολοκληρωτική τρομοκρατία του Στάλιν η φροντίδα να κάμει ενιαία και ομοιόμορφη τη ρωσική κοινωνία. Ευτυχώς, η επιτυχία τους δεν υπήρξε ολοκληρωτική.
Όμως εμείς, δεν μπορούμε να βρούμε την απάντηση στο πρόβλημα της ενότητας της μετεπαναστατικής κοινωνίας σε μιάν ανύπαρκτη διαδικασία «αντικειμενική-υποκειμενική», που φέρνει την ομοιομορφία. Δε θα μπορουσαμε, άλλωστε, ακόμα και αν υπήρχε. Δεν είναι ποτέ δυνατόν να εξαφανίσουμε το πολιτικό πρόβλημα ως τέτοιο. Η ενότητα της μετεπαναστατικής κοινωίας δε θα μπορεί να πραγματοποιηθεί - δηλαδή να αναδημιουργείται σταθερά - παρά μέσω της διαρκούς ενοποιητικής δραστηριότητας των συλλογικών οργάνων. Και αυτό προϋποθέτει, φυσικά, την καταστροφή κάθε χωριστού «κρατικού μηχανισμού» - αλλά και την ύπαρξη και τη συνεχή ανάπλαση των πολιτικών θεσμών - π.χ. τα συμβούλια και τα δίκτυά τους - που δεν θα είναι ανταγωνιστικοί της «πραγματικής κοινωνίας», μα ούτε και ταυτοί με αυτήν. Και πάνω σ' αυτόν τον δρόμο, δε βρίσκουμε καμιά μαγική εγγύηση ότι θα επιτευχθεί εύκολα μια κοινωνική ομοφωνία και ότι όλες οι τυχόν προστριβές μεταξύ τομέων της κοινότητας θα εξαφανιστούν. Τιποτε δε βεβαιώνει ότι, - και με τη βοήθεια τάσεων που θα έβγαιναν από τούς υφιστάμενους κοινωνικούς ανταγωνισμούς, - δεν θα εμφανιζόταν ένα νέο στρώμα που θα ζητούσε να καταλάβει μόνιμα πόστα εξουσίας, προετοιμάζοντας έτσι την παλινόρθωση και της διαίρεσης μεταξύ διευθυνόντων και  εκτελεστών, και ενός χωριστού κρατικού μηχανισμού. Αλλά, για όλα αυτά,  δέν μπορούμε να πάμε πιο πέρα από την εξής θέση του ζητήματος:
Η τα αυτόνομα συλλογικά όργανα του λαού θα μπορέσουν να βρουν μια λύση, η μάλλον μια διαδικασία λύσεων, στο πρόβλημα της διατήρησης της κοινωνίας ως διαφορισμένης ενότητας,
Η, αν οι μάζες αποδειχτούν ανίκανες να προχωρήσουν προς αυτήν την κατεύθυνση, λύσεις «υποκατάστασης» θα επιβληθούν αναγκαία - με τις μορφές π.χ. της εξουσίας ενός «επαναστατικού κόματος» και την επανασυγκρότηση μιας μόνιμης γραφειοκρατίας. Ο «παλιός κυκεώνας» θα ανασταινότανε τότε ipso facto. Όχι πως εμείς δεν ξέρουμε τον δρόμο. Δεν υπάρχει δρόμος· δρόμος που να είναι ήδη χαραγμένος. Θα τον ανοίξει η συλλογική και αυτόνομη δραστηριότητα των ανθρώπων, αν είναι τέτοια. Ξερουμε όμως ποιός δεν είναι ο δρόμος, και ξέρουμε ποιός είναι ο δρόμος που οδηγεί σε μιάν ολοκληρωτική γραφειοκρατική κοινωνία.
  Η ουγγρική Επανάσταση δεν είχε ούτε το χρόνο ούτε τη δυνατότητα ν' αντιμετωπίσει αυτά τα προβλήματα. Παντως, στο μικρό διάστημα της ανάπτυξής της, όχι μόνον αφάνισε την ποταπή απάτη του σταλινικου «σοσιαλισμού» αλλά και έθεσε μειρικά από τα πιο σημαντικά προβλήματα που έχει ν' αντιμετωπίσει η επαναστατική ανοικοδόμηση της ανθρώπινης κοινωνίας, και έδωσε μερικά πρώτα σπέρματα απαντήσεων σ' αυτά. Δεν οφείλουμε μόνο να τιμούμε τον ηρωικό αγώνα του ουγγρικού λαού: στην κρίση του και την απόφασή του να διευθύνει ο ίδιος τη συλλογική ζωη του και, γι' αυτό το σκοπό, ν' αλλάξει ριζικά θεσμούς της κοινωνίας που ανάγονται στην αρχή των ιστορικών χρόνων, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε μιάν από τις δημιουργικές πηγές της σύγχρονης ιστορίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου