Μακιαβέλλι, ένας σύγχρονος στοχαστής
Του Θανου Βερεμη
Η άσκηση του Νίκολο Μακιαβέλλι
(1469-1527) στην τέχνη της πολιτικής αποτελεί μια από τις εισόδους στη νεώτερη
πολιτική σκέψη. Οι καινοτομίες που το έργο του μεγάλου Φλωρεντινού εκφράζει
είναι πολλές και όχι πάντοτε φανερές. Ο ρεαλισμός, ο εμπειρισμός, η ανάδυση του
έθνους-κράτους και ο ουμανιστικός ατομικισμός, ενδημούν στο έργο του.
Πέρα όμως από την τέχνη της
εξαπάτησης των αντιπάλων, για την οποία είναι περισσότερο γνωστός ο Μακιαβέλλι,
υπάρχει στον «Ηγεμόνα» (1513) του η εντυπωσιακή έκκληση για τον μετασχηματισμό
της νοοτροπίας των συγχρόνων του. Ζητάει, από τους συμπατριώτες του να
διευρύνουν την αφοσίωσή τους από την τοπική στην εθνική τους πατρίδα, από την
πόλη-κράτος στο έθνος-κράτος. Η διεύρυνση αυτή που επικαλείται ο Μακιαβέλλι,
προαναγγέλλει τη συγκέντρωση των εξουσιών στο νεώτερο κράτος και την ισορροπία
δυνάμεων στις διεθνείς σχέσεις. Πρόκειται για μνημειώδες όραμα ενός νέου κόσμου
που βρισκόταν ακόμα στο μέλλον του 17ου αιώνα.
Η γλωσσική ενότητα της δημοτικής
ιταλικής την οποία επεξεργάστηκε ο Ντάντε, διακόσια περίπου χρόνια νωρίτερα,
συνέβαλε στη δημιουργία μιας γλωσσικής κοινότητας που ενσωμάτωσε ή εξαφάνισε
την ποικιλία των διαλέκτων, οι οποίες χώριζαν τους Ιταλούς και κατακερμάτιζαν την
Ιταλία. Η ιταλική χερσόνησος την εποχή του Μακιαβέλλι βρισκόταν πλησιέστερα στο
ιδανικό της εδαφικής ενοποίησης και της δημιουργίας ενιαίου κράτους, όμως ο
οικουμενικός ρόλος του παπικού θεσμού ήταν ακόμα ισχυρός. Στο τελευταίο
κεφάλαιο του «Ηγεμόνα», που φέρει τον τίτλο «Προτροπή για την απελευθέρωση της
Ιταλίας από τους βαρβάρους», ο Μακιαβέλλι ζητάει από τους συμπατριώτες του να
ενώσουν και πάλι την Ιταλία και να επαναφέρουν τη δόξα της αρχαίας Ρώμης.
Μολονότι η ενοποίηση της Ιταλίας θα
περιμένει 357 ακόμα χρόνια ώσπου να πραγματοποιηθεί, οι αντιλήψεις του
Μακιαβέλλι για τη δημιουργία ενός σύγχρονου κράτους θα αποτελέσουν σημείο
αναφοράς για πολλά μεγάλα κράτη της εποχής, αλλά και για εκείνα που βρίσκονταν
υπό διαμόρφωση. Από τα πρώτα κεφάλαια του «Ηγεμόνα», ο Μακιαβέλλι εγκαταλείπει
την ηθική των αρχαίων και μεσαιωνικών δασκάλων, ενώ στο τελευταίο κεφάλαιο
προτείνει έναν πρώιμο εθνικισμό ως υποκατάστατο των παραδοσιακών θρησκευτικών
πεποιθήσεων που απαρνείται. Πρόκειται για τη γέννηση μιας εγκόσμιας θρησκείας,
η οποία θα χρειαστεί μερικούς αιώνες για να διαδοθεί.
Ο «Ηγεμόνας» θα αποτελέσει ακόμα
αναγγελία θανάτου του φεουδαλικού συστήματος, όχι μόνο γιατί το έργο διέπεται
από ένα απόλυτα κοσμικό πνεύμα και εκφράζεται εχθρικά προς την ηγεσία της
Καθολικής Εκκλησίας, αλλά γιατί αποδίδει στους μελλοντικούς βασιλείς τις
συγκεντρωτικές εξουσίες της απόλυτης μοναρχίας. Ο «Ηγεμόνας» του Μακιαβέλλι
εκπροσωπεί το σύνολο της επικράτειάς του και συνενώνει γλωσσικά και πολιτισμικά
τους υπηκόους του χωρίς άλλη δέσμευση από την αποτελεσματικότητα στη διαχείριση
της εξουσίας. Η άσκηση της ισχύος, ώστε να είναι δυνατή η λειτουργία ενός
αυτεξούσιου έθνους-κράτους, βρίσκεται στο επίκεντρο του «Ηγεμόνα».
Ο Μακιαβέλλι πρωτοεμφανίστηκε στα κοινά
της Φλωρεντίας σε ηλικία 25 ετών, το 1494, μετά την αποπομπή της οικογένειας
των Μεδίκων από την εξουσία. Τη χρονιά εκείνη ο Κάρολος VIII της Γαλλίας
εγκαινίασε μια περίοδο συγκρούσεων ανάμεσα στην ισχυρή χώρα του, και τις
Ισπανία και Αυστρία, για την κατοχή της Ιταλίας. Η Φλωρεντία με τη στρατηγική
της σημασία στην ιταλική χερσόνησο έγινε πιόνι ανάμεσα στον πάπα, τον
αυτοκράτορα των Αψβούργων και τον Γάλλο βασιλιά. Οπως και ο φανατικός μοναχός
Τζιρόλαμο Σαβοναρόλα, ο Μακιαβέλλι θεώρησε τη γαλλική εισβολή σημαδιακή. Ο
πρώτος σαν τιμωρία του Θεού για τις αμαρτίες λαού και κλήρου, ο δεύτερος ως
φυσική συνέπεια της διαφθοράς πολιτεύματος και πολιτών. Ο Σαβοναρόλα είχε καεί
στην πυρά όταν ο Μακιαβέλλι ανέλαβε το κρατικό του αξίωμα το 1498. Ως
γραμματέας των Δέκα διαχειριζόταν την ευθύνη για τις διπλωματικές και
στρατιωτικές υποθέσεις της Δημοκρατίας. Ο ίδιος είχε ήδη εκτεθεί στον
πολιτικοποιημένο ανθρωπισμό της Αναγέννησης, γνώριζε καλά τους Λατίνους
κλασικούς, αλλά και τον Αριστοτέλη από λατινική μετάφραση. Ο Πλούταρχος και ο
Πολύβιος επηρέασαν επίσης σημαντικά την πολιτική του σκέψη.
Οι διπλωματικές αποστολές του
Μακιαβέλλι, σε ξένες αυλές και ανακτοβούλια προσέφεραν στον διανοητή της
πολιτικής πράξης πλούσιο υλικό για το κατοπινό του έργο. Στη Ρώμη γνώρισε τον
Καίσαρα Βοργία, νόθο γιο του διαβόητου πάπα Αλέξανδρου VI. Μολονότι ήξερε το
πλούσιο μητρώο των εγκλημάτων του -μεταξύ των θυμάτων του υπήρξε ο μεγαλύτερος
αδελφός του και ο γαμπρός του- ο Μακιαβέλλι τον χρησιμοποίησε ως ένα από τα
πρότυπα που συνιστούν τον τέλειο ηγεμόνα. Του καταμαρτυρούσε μόνον ότι μετά τον
θάνατο του πατέρα του επέτρεψε την άνοδο στον παπικό θρόνο του Ιούλιου ΙΙ, αν
και αυτός υπήρξε εχθρός της οικογένειας των Βοργία.
Η ήττα όμως της φλωρεντινής
πολιτοφυλακής που ήταν δικό του έργο, το 1512 στη μάχη του Πράτο από συνασπισμό
εχθρών, οδήγησε στην πτώση της Φλωρεντινής Δημοκρατίας και την επιστροφή των
Μεδίκων στην εξουσία. Η φυλάκιση του Μακιαβέλλι και μετά ο εκτοπισμός του,
σήμαναν το τέλος της πολιτικής του σταδιοδρομίας και την αρχή της συγγραφικής
του δραστηριότητας.
Το 1513 τελείωσε τον Ηγεμόνα και τον
αφιέρωσε με υστεροβουλία στον Λαυρέντιο Μέδικο. Το 1520 ο καρδινάλιος Ιούλιος
Μέδικος, ο οποίος έγινε ο πάπας Κλήμης Ζ΄ το 1523, ανέθεσε στον Μακιαβέλλι τη
συγγραφή μιας ιστορίας της Φλωρεντίας. Το έργο ολοκληρώθηκε το 1525, αλλά ο
συγγραφέας του δεν ξαναγύρισε ποτέ στην ενεργό πολιτική. Οι Λόγοι επί της
πρώτης δεκάδος του Τίτου Λιβίου, έργο που ολοκληρώθηκε το 1517, υπήρξε ίσως το
πιο σημαντικό θεωρητικό του πόνημα.
Ο Μακιαβέλλι δεν είναι πολιτικός
φιλόσοφος ανάλογος των αρχαίων ή και μεσαιωνικών του προκατόχων. Υπήρξε ένας
πρακτικός της πολιτικής, ο οποίος διέθετε έναν πρωτοφανή ρεαλισμό στην πολιτική
του ανάλυση. Τον απασχολεί ιδιαίτερα η σχέση σκοπών και μέσων στην πολιτική και
θεωρεί ότι η βία είναι αναπόσπαστο μέρος της εξουσίας. Εργο του αποτελεσματικού
ηγεμόνα είναι η οικονομική διαχείριση της βίας, ώστε να πετυχαίνει τους σκοπούς
του χωρίς να γίνεται αναγκαστικά μισητός.
Η συγκρότηση πολιτικής κοινότητας
υπήρξε το άλλο μεγάλο ζήτημα που τον απασχολούσε. Την παρακμή της ιδιαίτερης
πατρίδας του αποδίδει στη διαφθορά και την ιδιοτέλεια των αρχόντων. Η απουσία
πνεύματος ευθύνης από τους συγχρόνους του τον κάνει νοσταλγό της συλλογικής
αρετής των αρχαίων. Η επιλογή του ωστόσο της ατομικής πρωτοβουλίας και
αυτονόμησης του ηγέτη από παραδοσιακές ηθικές δεσμεύσεις, τον διαχωρίζουν από
τους αρχαίους και τον τοποθετούν στη σύγχρονη εποχή. Αν πρέπει να αποφασίσουμε
σε ποια συντροφιά διανοητών ανήκει, πιστεύουμε ότι ο Hobbes, o Burke, o
Rousseau και οι ρεαλιστές του εικοστού αιώνα, θα του ταίριαζαν καλύτερα. Οι
οπαδοί του διαφωτισμού, οι οποίοι εμπιστεύονται τον λογικοκρατούμενο άνθρωπο,
ανήκουν σε άλλο στρατόπεδο σκέψης.
Η εχθρική του στάση προς την
Εκκλησία («Οσο πλησιέστερα βρίσκονται οι άνθρωποι στην Εκκλησία της Ρώμης τόσο
πιο άθρησκοι γίνονται») εξασφάλισαν στον «Ηγεμόνα» περίοπτη θέση στο παπικό
index των απαγορευμένων αναγνωσμάτων και η προτροπή του προς τον ηγεμόνα να μην
αισθάνεται δέσμιος της ηθικής που ρυθμίζει τις σχέσεις των κανονικών ανθρώπων,
έκαναν το όνομά του συνώνυμο με τον κυνισμό. Αν όμως η ανάγνωση του «Ηγεμόνα»
γίνει σε συνδυασμό με τους Λόγους… του Τίτου Λιβίου, τότε θα διαπιστώσει κανείς
ότι ο Μακιαβέλλι πίστευε στην περιορισμένη διακυβέρνηση, το κράτος δικαίου και
την ελευθερία. Η μέριμνά του για την κατάρτιση λειτουργικών συνταγμάτων, σκοπό
είχε να συμπληρώσει τις ατέλειες της ανθρώπινης φύσης. Ετσι, ο μεγάλος Φλωρεντινός
προσφέρεται για πολλές αναγνώσεις.
Η αντίληψη όμως που τον διακρίνει
από τους προκατόχους του είναι ότι το κράτος αποτελεί φυσικό μόρφωμα. Κάθε
κράτος είναι προϊόν της σύνθεσης και της σύγκρουσης φυσικών δυνάμεων. Αν ο
ηγεμόνας δεν ερμηνεύσει τις δυνάμεις αυτές κινδυνεύει να ανατραπεί από τον οξύ
ανταγωνισμό, ο οποίος παρακολουθεί κάθε εξουσία. Το κύριο ενδιαφέρον του
Μακιαβέλλι είναι για τις συγκρούσεις γύρω από την κατάκτηση και τη νομή της
αρχής, αλλά χωρίς απόπειρα οικονομικής ερμηνείας της πάλης για την κρατική
εξουσία. Ο Μακιαβέλλι ανήκει στην παράδοση του υλισμού και ασχολείται
αποκλειστικά με εγκόσμια προβλήματα. Αντίθετα όμως από τον Μαρξ, θεωρεί την
επιδίωξη της ισχύος ως μέρος της ψυχολογίας και του χαρακτήρα των πολιτικών και
όχι ως προϊόν κοινωνικών αντιθέσεων. Υπάρχει ακόμα στο έργο του και ο παράγων
της απροσδιοριστίας με τη μορφή της «τύχης» που κάνει αστάθμητη την έκβαση κάθε
πολιτικού αγώνα.
Η τελική επιδίωξη και το βραβείο για
τις συγκρούσεις και τις παρελκύσεις των ηγεμόνων είναι η κυριαρχία -αυτό δηλαδή
που διακυβεύεται στις αδύνατες κρατικές οντότητες της Ιταλίας του Μακιαβέλλι. Η
σημασία της κυριαρχίας είναι το πιο σύγχρονο στοιχείο στη σκέψη του Φλωρεντίνου
και αποτελεί ένα ακόμα διακριτικό ορόσημο ανάμεσα στην αρχαία και τη σύγχρονη
πολιτική θεωρία.
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου